Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Τοξικολογική Ανάλυση


Ξύπνησα με εντελώς νορμάλ διάθεση (ούτε καλή ούτε κακή) αλλά και με νορμάλ επιθυμία να μη βρεθεί κάτι ή κάποιος που να μου τη μετατρέψει (τη διάθεση) σε σκατένια. Κι εγώ με τη σειρά μου θα κατέβαλα κάθε προσπάθεια για να τη "γείρω" περισσότερο προς το "καλή" ή έστω προς το "συμπαθητική". Ξέρετε όμως, αυτό δεν εξαρτάται πάντα από τις δικές μας επιθυμίες ή/και προθέσεις. Εξαρτάται βέβαια αλλά και δεν εξαρτάται. Δεν καταλάβατε ε; Εντάξει το κατάλαβα.

Ο λόγος λοιπόν για εκείνους τους ανθρώπους που είναι κινούμενα δηλητήρια πολλαπλής μορφής κι ευέλικτου σχήματος. Δηλαδή υγρό μέσα σε στερεό κι αυτό με τη σειρά του μέσα σε άλλο υγρό κ.ο.κ. μέχρι η ...δηλητηριότης ("ραμφίζω" τώρα, το ξέρω) να αποτυπώνεται πέραν πάσης αμφιβολίας στην εξωτερική όψη τους.
Ξέρετε, εγώ δεν είμαι φυσιογνωμίστρια. Κι ούτε θα μου άρεσε να είμαι. Εγώ είμαι απλώς ρομαντική. Και λίγο αφελής. "Οία η μορφή, τοιάδε κι η ψυχή" πού 'λεγαν και οι αρχαίοι που τους νομίζουμε μακρινούς συγγενείς μας.
Βέβαια μακρινός συγγενής μας είναι κι ο αυστραλοπίθηκος αλλά αυτό δεν μας αρέσει να το θυμόμαστε. Κάτι σε Αδάμ κι Εύα μας ελκύει περισσότερο. Και εννοιολογικώς και σημασιολογικώς και ενδυματολογικώς ενδεχομένως.

Περίμενα στην ουρά κάποιου καταστήματος με ηλεκτρολογικά υλικά. Δηλαδή τί ουρά; Δύο άνθρωποι πριν από εμένα εξυπηρετούνταν από τους δύο υπαλλήλους. Το ξέρω πως συνήθως σε τέτοιου είδους καταστήματα "συχνάζουν" επαγγελματίες που μπορεί να θέλουν για τις ανάγκες της δουλειάς τους ν' αγοράσουν το σύμπαν. Συνήθως, περιμένω λίγο και μετά, αν αυτό που θέλω εγώ είναι απλό, ρωτώ πολύ ευγενικά: μήπως έχετε αυτό ή μήπως θα μπορούσα να έχω αυτό ή πού είναι αυτά τα είδη να κοιτάξω και τέτοια. Και πάλι συνήθως, μ' εξυπηρετούν οι υπάλληλοι και οι κύριοι επαγγελματίες που προηγούνται ευχαρίστως μου παραχωρούν τη σειρά τους "σε παρακαλώ εξυπηρέτησε την κυρία" ή "παρακαλώ κυρία μου εμείς θα μείνουμε ώρα εδώ θέλουμε πολλά πράγματα".
Ενώ λοιπόν προσπαθούσα να καταλάβω αν θα αργήσουν οι μπροστινοί μου ώστε ν' αρχίσω τη νοηματική με τον υπάλληλο τύπου "μπορώ;" μπαίνει μια κυρία φουριόζα και βεβαίως ξινή, θεόξινη και μου λέει (με εμφανή, εμφανέστατη διάθεση να μου πάρει τη σειρά):
- μια λάμπα θέλω εγώ
- κι εγώ
- και τότε τί περιμένεις; (στον ενικό)
- να έρθει η σειρά μου
- κι αν η σειρά σου έρθει σε μισή ώρα;
- θα περιμένω μισή ώρα ή θα φύγω
- δεν είμαστε καλά, εγώ θα ζητήσω να μας εξυπηρετήσουν πριν από αυτούς (δείχνοντας τους ανθρώπους που ήσαν πριν από εμάς) και μην ανησυχείς δεν θα σου πάρω τη σειρά, εσένα θα εξυπηρετήσουν πρώτα και μην τσαντίζεσαι δεν σε είπαμε και καμπούρα
(χωρίς να έχω δείξει πως είχα τσαντιστεί γιατί πολύ απλά δεν είχα τσαντιστεί... ακόμα)
- ναι αλλά εγώ δεν θέλω να πάρω κανενός τη σειρά, μη με ανακατεύετε σας παρακαλώ
- καλέ μια λάμπα σαν κι αυτή θα μου δώσεις; κι η κυρία (έγινα ξαφνικά κυρία) μια λάμπα θέλει...

Γυρίζουν το κεφάλι οι πελάτες και μου λένε: περάστε κυρία μου δεν πειράζει, με κοιτάζει ο υπάλληλος και μου λέει: πείτε μου, πείτε μου τί θέλετε, δεν πειράζει.
Της άλλης της έτρεμαν τα χέρια, της έτρεμαν τα πόδια, γενικώς έτρεμε ολόκληρη, στράβωνε το στόμα της, κοίταζε σαν αγρίμι δεξιά κι αριστερά, μουρμούραγε, δεν τη χωρούσε ο τόπος αλλά δεν της έδινε και κανείς σημασία. Φυσικά άρχισε να φωνάζει: δεν είναι κάνας άλλος εδώ; πόση ώρα θα περιμένω για μια λάμπα σαν κι αυτή; (δεν είχαν περάσει καν 3 λεπτά από την ώρα που μπήκε στο μαγαζί)
Σηκώθηκε η ταμίας, πήρε από τα χέρια της "τη λάμπα σαν κι αυτή", της έκανε ερωτήσεις για θερμό και ψυχρό φως κι άλλα τέτοια, τύπου: "θα σε εξυπηρετήσω αλλά θα σε τσακίσω στην καθυστέρηση", κοιτούσε τις λάμπες από εδώ, κοιτούσε άλλες από εκεί, λες και δεν είχε ξαναδεί λάμπα στη ζωή της, πήγαινε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, στην αποθήκη, στην τουαλέτα, στο φούρνο ενδεχομένως πετάχτηκε και μέχρι το σούπερ μάρκετ.... η άλλη η ξινή έβραζε.
- δεν το ήξερα πως είναι τόσο δύσκολο να αγοράσει κανείς μια λάμπα...

Τελικά της δίνουν τη λάμπα, πληρώνει, βγαίνει από το μαγαζί, και τότε όλοι είδαν το επίσης  αληθινό μου άλλο πρόσωπο γιατί το άνοιξα το στοματάκι μου εννοείται...
Βγαίνει που λέτε αυτή από το μαγαζί... συναντάει μια γνωστή της και πιάνουν την κουβέντα...
(δεν περιγράφω άλλο)
 
Άνθρωποι σαν την, ας πούμε, κυρία αυτή, είναι άχρηστοι άνθρωποι για μια νορμάλ κοινωνία. Είναι επικίνδυνοι άνθρωποι για μια κανονική κοινωνία. Είναι ο λεγόμενος "αστάθμητος ιογενής παράγων" για μια φυσιολογική κοινωνία. Και οι νορμάλ άνθρωποι εκνευρίζονται, οι κανονικοί άνθρωποι στρεσάρονται, οι φυσιολογικοί άνθρωποι διαολίζονται εξαιτίας τους. Και τότε τίποτε νορμάλ, κανονικό ή φυσιολογικό δεν πρόκειται να τους συμβεί στο υπόλοιπο της μέρας τους.
Εν ολίγοις "πέρασε" το δικό της και όχι το δικό μου.
Φταίει αυτή αλλά το παραδέχομαι: φταίω κι εγώ που την άφησα να με επηρεάσει.
Λίγο αργότερα, καθοδόν προς το σπίτι, πήρα βαθιές ανάσες, χαζολόγησα σε κάτι βιτρίνες και στο ασανσέρ έκανα γκριμάτσες διορθωτικές της κατήφειας και του εκνευρισμού που διέκρινα στον καθρέφτη. Με τόσους μορφασμούς, σκέφτηκα, πιο πιθανό να ρυτιδιάσω παρά να ηρεμήσω. Παρόλα αυτά, ηρέμησα. Καλύτερα οι ρυτίδες της ηρεμίας, σκέφτηκα, παρά οι ρυτίδες της ξινίλας, ξανασκέφτηκα.
Άνθρωποι σαν την, ας πούμε, κυρία αυτή, είναι τοξικοί άνθρωποι που αφήνουν πάντα πίσω τους απόβλητα. Βέβαια μπορεί να (φαίνεται ότι) είναι εξαιρετικές νοικοκυρές, εξαιρετικές σύζυγοι (των τοξικών συζύγων τους αφού η τοξικότης είναι άκρως μεταδοτική), ακόμη κι "εξαιρετικές" μητέρες. Δηλαδή δεν κακοποιούν τα παιδιά τους, μαγειρεύουν γι' αυτά, πλένουν τα ρούχα τους, μάλλον τ' αγαπάνε κιόλας, ίσως τα βοηθάνε και στα μαθήματά τους. Όμως, ό,τι κι αν κάνουν, τα τοξικά τους απόβλητα δεν τα γλιτώνει ούτε η οικογένειά τους, ούτε η κοινωνία, ούτε ο πλανήτης ούτε το σύμπαν ολάκερο. Σέρνονται πίσω τους σαν την ουρά του κομήτη. Σέρνονται και σκορπούν. Το κακό είναι πως αυτή η, ας την πούμε, κυρία "το 'χε γραμμένο στο κούτελό της". Με το που μπήκε στο μαγαζί.
Έτσι είναι όμως πάντα οι τοξικοί άνθρωποι. Φαίνονται.
Εγώ πάντως φυσιογνωμίστρια δεν είμαι αλλά τους τοξικούς ανθρώπους τους καταλαβαίνω γρήγορα. Και το αμυντικό μου σύστημα ξεσηκώνεται. Το ανοσολογικό μου εξεγείρεται κι η αντιτοξικολογική μου ασπίδα καραδοκεί.
Τώρα ίσως βρεθεί κάποιος να "μου την πει" ότι είμαι κακιά και άδικη κι ότι ποιός ξέρει τί έγνοιες είχε στο κεφάλι της η γυναίκα. Ενδεχομένως να είχε πολλές έγνοιες. Ενδεχομένως να είχε περισσότερες έγνοιες από τους άλλους ανθρώπους, περισσότερες από τις δικές μου. Όμως φρονώ πως διαφορετικά αντιμετωπίζουν τις έγνοιες τους και συνεπώς τους ανθρώπους γύρω τους οι άνθρωποι χαμηλής ή έστω μέτριας τοξικότητας.
Ίσως βρεθεί κάποιος να μου αντειπεί ότι μπορεί ένας άνθρωπος να είναι ξινός, δύστροπος, κακότροπος ή και αντιπαθής ακόμη αλλά στη δουλειά του να είναι εξαιρετικός, μεθοδικός κι αποδοτικός και στην οικογένειά του άψογος.
Θα αντιγυρίσω όμως και θα ειπώ με τη σειρά μου ότι τέτοιου είδους άνθρωποι δεν είναι καθόλου εξαιρετικοί όταν φέρνουν το χάος στο διάβα τους. Αποκλείεται να είναι μεθοδικοί όταν σπέρνουν τον πανικό με τις ενέργειές τους. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να είναι αποδοτικοί όταν μολύνουν με το δηλητήριό τους ό,τι ακουμπήσουν.  Αργά ή γρήγορα οι παρενέργειες της τοξικής συμπεριφοράς τους θα φανούν σε ολόκληρη την έτσι κι αλλιώς προβληματική σύγχρονη κοινωνία. Μόνο τοξικά αποτελέσματα μπορούν να επιφέρουν είτε στους γύρω τους είτε στην κοινωνία είτε στους τομείς που έχουν αναλάβει είτε στις εργασίες που έχουν "καθήκον" να φέρουν σε πέρας.
Αυτοί οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα αφήνουν - πολύ μεθοδικά είν' η αλήθεια - τα τοξικά τους απορρίμματα και έξω από την πόρτα του σπιτιού μας.
Γι' αυτό κι εγώ δεν χρειάζομαι καμία από τις μεθοδικές τους υπηρεσίες,
δεν μ' ενδιαφέρει η αποδοτικότητά τους, δεν θα τους ανέθετα ποτέ καμία "δουλειά". Και δεν θα επιθυμούσα να περάσουν ούτε σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων από το σπίτι μου, αυτό δα έλειπε να τους βάλω και μέσα.

https://www.youtube.com/watch?v=iywaBOMvYLI



Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

"Εύλογες" ερωτήσεις, παράλογες απαντήσεις


Υπάρχουν κάποιες στιγμές που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν τα συναισθήματα. Υπάρχουν και άλλες που τα συναισθήματα χρειάζονται τις λέξεις. Nα ειπωθούν, να τις ακούσουν τ' αυτιά, να φτάσουν στο μυαλό. Επειδή όσα δραπετεύουν απ' την καρδιά βρίσκουν τη θέση τους στη μνήμη. Κι επειδή όσα ξεχνάει η καρδιά δεν τα ξεχνάει η σκέψη.

Υπάρχουν όμως και φορές που οι λέξεις αυτονομούνται από το συναίσθημα αποκτώντας τη δική τους, καθαρή υπόσταση. Κι επειδή με το χέρι στην καρδιά δεν λέγονται πάντοτε οι αλήθειες, οι γνώμες, οι απόψεις, θα προσπαθήσω να το κάνω με το χέρι στο πληκτρολόγιο.

Ρωτούν οι άνθρωποι. Οι νοικοκυραίοι άνθρωποι. Κι αν ο Ρωμανός πάρει την άδεια που δικαιούται και μετά πάρει ένα όπλο και καθαρίσει μερικούς; Κι αν ο Ρωμανός μετά την άδεια που δικαιούται δεν ξαναγυρίσει στη φυλακή; Κι αν ο Ρωμανός διάβασε τα μαθήματά του και πέρασε τις εξετάσεις του για να παίρνει αυτές τις άδειες, να την κοπανήσει και να ζήσει ελεύθερο πουλί;
Κατ' αρχήν να διευκρινίσουμε κάτι: κανένας δραπέτης δεν ζει "ελεύθερο πουλί". Ο δραπέτης είναι καταζητούμενος. Χειρότερα κι από φυλακή δηλαδή. Βέβαια φυλακή δεν έχω κάνει (μέχρι τώρα) αλλά έχω την ευχέρεια να καταλάβω τη διαφορά του "ελεύθερου" - ανθρώπου ή πουλιού δεν έχει σημασία - από τον "καταζητούμενο".
Και κατά δεύτερον: κάθε φυλακισμένος θα ήθελε (να μπορεί) να δραπετεύσει.
Και δουλειά της φυλακής - ως σωφρονιστικό "κατάστημα" - είναι να μην τον αφήσει.

Και ξαναρωτούν οι άνθρωποι. Οι νοικοκυραίοι άνθρωποι. Μήπως να υπέγραφε ένα χαρτί ή κάτιτέτοιοτελοσπάντων που να έλεγε πως αποκηρύσσει τις ιδέες του (τις όποιες ιδέες του), πως θα γίνει ο πιο καλός ο μαθητής και πως θα ξαναγυρίζει στη φυλακή του μετά τις άδειες σαν καλό παιδί; Μήπως να μας δηλώσει γραπτώς "πώς σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τη μικρή ελευθερία που θα του δινόταν;" "Μόνο για σπουδές;" ή και για ...κατούρημα; "Κι αφού έχει την πρόθεση να πολεμήσει αυτό-που-ονομάζει (λες και δεν είναι) σύστημα γιατί θέλει να σπουδάσει και μάλιστα διοίκηση επιχειρήσεων;" "Είναι έτοιμος για μια έντιμη συμφωνία με αυτό το σύστημα που τόσο μισεί;"*

Είναι σαν να τ' ακούω όλα αυτά τα ερωτήματα. Σχεδόν φθάνουν στ' αυτιά μου κατευθείαν από τις σκέψεις των ανθρώπων. Όχι μόνο των νοικοκυραίων. Αλλά και των μη. Όμως φθάνει και κάτι άλλο στ' αυτιά μου (ή στα μάτια μου όταν τα διαβάζω), από εκείνους που έχουν την ικανότητα να χειρίζονται τον λόγο, γραπτό ή προφορικό δεν έχει σημασία: οι κωδικοποιημένες απαντήσεις μέσα στις εύλογες ερωτήσεις. Επίσης φτάνει στο μυαλό μου, με όχημα τ' αυτιά ή τα μάτια μου, η τέχνη του να εμφυτεύει κάποιος στο μυαλό του απλού, καλοπροαίρετου ανθρώπου "απλοϊκά" ερωτήματα με κρυμμένα ωστόσο "λογικά" επιχειρήματα από τα οποία προκύπτουν "αυτονόητες" απαντήσεις. Αυτές που θέλει αυτός ο ...κάποιος.

Κι έρχομαι τώρα κι εγώ με τη σειρά μου να αναρωτηθώ. Χωρίς συναισθήματα, δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο. Χωρίς ελαφρυντικά, δεν είμαι δικαστής. Εξάλλου η δίκη έγινε, η απόφαση βγήκε, ο άνθρωπος αυτός πήρε τον δρόμο της φυλακής. Ή της τιμωρίας.
Απ' όσο ξέρω - και διορθώστε με αν κάνω λάθος - η θανατική ποινή δεν ισχύει στη χώρα μας. Και καλώς δεν ισχύει.
Άρα - θεωρητικά - ο οποιοσδήποτε φυλακισμένος (εφόσον ζει) μπορεί να δραπετεύσει με άδεια ή με χωρίς άδεια. Εντάξει, με άδεια πιο εύκολο. Ακόμη κι ο πιο ειδεχθής εγκληματίας μπορεί - θεωρητικά πάντα - να το σκάσει και να φάει καμιά δεκαριά στο διάβα του. Μπορεί - πάλι θεωρητικά - να "καθαρίσει" κάποιον συγκρατούμενό του επειδή τον κοίταξε στραβά ή τον δεσμοφύλακά του επειδή τον κοίταξε ίσια. Αυτό σημαίνει τί; Ότι αφού κάποιος - θεωρητικά - μπορεί να κάνει όλα αυτά οι υπόλοιποι που ενδεχομένως δεν θα ήθελαν να τα κάνουν να μην έχουν δικαιώματα; Επειδή κάποιος παίρνει την άδειά του και δεν ξαναγυρίζει να μην δίνεται πια άδεια σε κανέναν; Επειδή κάποιος δολοφόνος δραπετεύει και σκοτώνει κι άλλους να "φροντίσουμε" να μην υπάρχουν δολοφόνοι στη φυλακή;

Αν ο Ρωμανός πεθάνει τελικά - ρωτώ κι εγώ η νοικοκυραία πλην όμως αφελής νοικοκυραία -  επειδή μπορεί το ένα και μπορεί το άλλο και "δεν" το ένα και "δεν" το άλλο, μήπως - λέω μήπως - έχουμε μια επαναφορά της θανατικής ποινής από το παράθυρο; Την εφαρμογή μιάς "έμμεσης" εσχάτης των ποινών; Μια θανατική ποινή διαρκείας; Χωρίς δίκη, χωρίς ετυμηγορία, χωρίς τίποτα;

Πράγματι ο Ρωμανός και ο κάθε Ρωμανός μπορεί να κάνει όλα όσα φοβούνται οι νοικοκυραίοι. Ίσως και πολλά περισσότερα.
Αλλά έτσι είναι αγαπητοί.
Είτε σας αρέσει είτε όχι.
Επειδή...
...η ευνομούμενη πολιτεία οφείλει ν' αναλαμβάνει τις ευθύνες της,
και η δημοκρατία πρέπει να παίρνει τα ρίσκα της.
Αλλιώς δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Ή μήπως τελικά δεν είναι έτσι κι αλλιώς;

* Οι φράσεις σε πλάγια δεν ανήκουν σε μένα





Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

What if...


Δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία που κάποια γεγονότα μ' έφεραν προ των πυλών των ευθυνών μου. Να ρωτήσω δηλαδή - δυνατά και καθαρά - τον εαυτό μου τη γνώμη του: What if...
Με την ελπίδα να μην πάρω ως απάντηση: I have no idea.
Γιατί πρέπει να αποκτήσω μια ιδέα, πρέπει να μην αφήσω περιθώρια για παρερμηνείες, εξωραϊσμούς ή δαιμονοποιήσεις. Γιατί καθαρά και ξάστερα, ευελπιστώ η απάντηση του εαυτού μου προς εμέ να είναι crystal clear. Αλλά αυτό είναι επιστημονικώς αδύνατον. Κι ενώ στο σημείο αυτό οι περισσότερες επιστήμες σηκώνουν τα χέρια ψηλά, η στατιστική επιστήμη σηκώνει τα μανίκια και πιάνει δουλειά.
Αν θέλω πραγματικά μιαν αξιόπιστη απάντηση, μιαν απάντηση που δεν θα με κοροϊδεύει ούτε θα μου χαϊδεύει τ' αυτιά, τα μαλλιά, την καρδιά και τη ψυχή μου αλλά που να με πείθει κιόλας πως οι πιθανότητες να είχαν συμβεί τα πράγματα έτσι, έτσι ή έτσι αξίζουν την αναδρομή, θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ο ένας με τον άλλον. Δηλαδή ο εαυτός μου κι εγώ. Έτσι κι αλλιώς οι δυό μας είμαστε, κανείς δεν πρόκειται να μάθει την κουβέντα μας και να ανακαλύψει τα συμπεράσματά μας. Εκτός ίσως
απ' όσους διαβάσουν αυτές τις σκέψεις καταγεγραμμένες σε μορφή κειμένου στο ιστολόγιό μου. Αλλά αν κάτι τέτοιο - παρ' ελπίδα - συμβεί, δεν το μάθατε από μένα. Οι "φήμες" σάς ήρθαν από αλλού. Κάποιος σάς το σφύριξε, κάποιο πουλάκι σάς το τραγούδησε, κάποιο όνειρο είδατε ή οτιδήποτε άλλο σάς έρθει στο μυαλό.
Βέβαια μην πάρετε και όρκο πως αυτά που διαβάζετε αυτή τη στιγμή συνέβησαν στ' αλήθεια ή οι σκέψεις αυτές όντως έγιναν. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα το κείμενο να είναι κωδικοποιημένο, άλλο να πληκτρολογώ κι άλλο να καταγράφεται. Κι ίσως μόνον εγώ και ο εαυτός μου τελικά μπορούμε να περάσουμε πίσω από τις γραμμές, να ξεκλειδώσουμε το "υδατογράφημα" και να "διαβάσουμε" την μία και μόνη αλήθεια μας.
What if λοιπόν...
...ή σε απλά ελληνικά "τί θα συνέβαινε αν..."
Υπάρχουν κάποιες ενέργειες και κάποιοι συνδυασμοί γεγονότων που θα πρέπει να κάνω. Αρχικά να καταγράψω την αφετηρία τους, τότε δηλαδή που ξεκίνησαν όλα, μετά να ξανακάνω τη διαδρομή τους (οδυνηρό αλλά πρέπον), να θυμηθώ τα παραλλήλως τεκταινόμενα, να ανασύρω στην επιφάνεια τις αντικειμενικές συνθήκες, να σταθμίσω την τότε συναισθηματική μου κατάσταση, να υπολογίσω την οικονομική συγκυρία και φυσικά να θυμηθώ τον ...καιρό. Τον καιρό; Ναι, ναι τον καιρό. Αν ήταν καλοκαίρι μπορεί να είχα πάει για μπίρες, αν ήταν χειμώνας (που ήταν) μπορεί να έριχνε τόσο χιόνι ή τόση βροχή που να μου είχαν αποσπάσει την προσοχή (αλλά ούτε έβρεχε, ούτε χιόνιζε). Αν ήταν φθινόπωρο ίσως είχα να "κατεβάσω" τα χειμωνιάτικα. Κι αν ήταν άνοιξη μάλλον θα μ' είχε συνεπάρει η μυρωδιά της και θα ξεχνιόμουνα στη βεράντα μου. Ή απλά να είχα εγώ "τον κακό μου τον καιρό" (που τον είχα) αλλά αυτή είναι η μάλλον εύκολη περίπτωση γιατί ακριβώς εξαιτίας του κακού μου του καιρού συνέβη. Απλά συνέβη.
Καθώς ετοιμάζομαι να χωθώ στη δίνη των γεγονότων που η ενθύμησή τους θα με βοηθήσει να καταλάβω, πιάνω τον εαυτό μου να με κοροϊδεύει τύπου "αν η γιαγιά σου είχε αρχίδια θα ήταν παππούς σου" ή "αν η γιαγιά σου είχε καρούλια θα 'ταν πατίνι". Κοροϊδεύοντάς με όμως πιο πιθανό να θέλει να με προστατεύσει από τη μία και μόνη αλήθεια.
Πάμε;
Πάμε...
Αν δεν είχα πει εκείνη τη λέξη, αν δεν είχα ακούσει εκείνη την άλλη, αν δεν είχα ρωτήσει εκείνο το γιατί, αν είχα προσπεράσει εκείνο το διότι. Αν αντί για ευχαριστώ είχα πει "όχι μην..." δηλαδή "ναι...". Από την άλλη, όταν το "επειδή" μου άρεσε και το "όχι" με το "ναι" συμφιλιωμένα είχαν γίνει "ίσως", αν...;
Κανείς δεν θα μάθει ποτέ. Ό,τι συνδυασμούς κι αν κάνω, όσους συνειρμούς κι αν επιχειρήσω, ό,τι διασταυρώσεις τολμήσω πάντα μα πάντα θα υπάρχει ο καθοριστικός παράγοντας της επιθυμίας. Δηλαδή το σωστό ερώτημα δεν είναι "τί θα συνέβαινε αν" αλλά "τί στ' αλήθεια ήθελα εγώ (ή ο άλλος) να συμβεί". Κι αν η ρότα των γεγονότων ήταν αυτή που ήταν, η μία και μόνη αλήθεια, που φώναζε από τότε, δεν ακούστηκε από μένα αλλά από το ένστικτό μου. Που μετά "υπαγόρευσε" στην ουσία να κάνω αυτό που έτσι κι αλλιώς θα έκανε κάποιος άλλος για λογαριασμό μου. Και το είχε πει: σε μία και μόνη λέξη. Μία. Που έκανα πως δεν την άκουσα. Που προσποιήθηκα πως δεν είχε σημασία. Αλλά που προτού καλά καλά ολοκληρωθεί η αναδρομή, το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα είναι πως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα συνέβαινε απολύτως τίποτα διαφορετικό. Όχι επειδή θα 'φταιγε το πεπρωμένο, που ας δεχτούμε πως "φυγείν αδύνατον", αλλά επειδή θα 'φταιγα εγώ, που ήξερα.
Αλλά πάλι ...αν;

Στον αντίποδα...
...Ενέργειες που επιλέχθηκαν, αποφάσεις που ακυρώθηκαν, δυνάμεις που μετρήθηκαν και συναισθήματα που όχι, σκέψεις που κονταροχτυπήθηκαν και παζάρια που προηγήθηκαν* - όλα πλευρές στο ζάρι των "αποφάσεων" - και να 'μαι τώρα αντιμέτωπη με το παρόν που ισχυρίζεται και μου βροντοφωνάζει πως "εκείνο που θα συνέβαινε αν" δεν θα μπορούσα να το σηκώσω**. Όχι επειδή είμαι αδύναμη εγώ, αλλά επειδή αυτό θα 'ταν πολύ βαρύ. Εκείνο λοιπόν δεν συνέβη, χάρη στη σωστή ζαριά, στην πειραγμένη ωστόσο ζαριά, γιατί αλλού "έκατσε" το ζάρι όμως του 'δωσα μια και γύρισε πλευρά. Όχι επειδή δεν πίστευα στη μοίρα (που δεν πίστευα) αλλά επειδή πίστευα σε μένα, που ήξερα.
Ή φοβόμουν.
Αλλά πάλι ...αν;
Μια ζαριά για έξι πιθανότητες. Ένα νόμισμα για δύο. Μια λέξη για μια ζωή.


*   "Δανεισμένος" στίχος από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
**  Φρίττω και μόνο στη σκέψη πώς θα ήμουν τώρα αν είχα επιλέξει περισσότερα τετραγωνικά σπιτιού απ' αυτά που τελικά επέλεξα. Φρίττω. Γιατί περισσότερα τετραγωνικά σημαίνουν περισσότερα χρήματα κι αυτά σημαίνουν μεγάλο δάνειο... 
Tί θα σήμαινε αυτό; το αφήνω στη φαντασία σας.





Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Το κουρδιστό νεράντζι

Κοιτάζοντας το ταβάνι και περιμένοντας να της πει κι εκείνο κάτι, 
ως ανταπόδοση για όσα του εξομολογείται εκείνη κατά καιρούς, κατάλαβε πως το 'χε παρακάνει κι ότι λίγο ακόμη και το ταβάνι ίσως έπεφτε να την πλακώσει, στην προσπάθειά του να πέσει στην αγκαλιά της και να κλάψει. 
"Όχι άλλη επικαιρότητα" θα της φώναζε αν είχε φωνή. Αλλά δεν είχε.
Κι όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιούσε, τόσο το καλύτερο και για κείνη και για το ταβάνι. Να κάνει ένα βήμα πίσω δηλαδή. Ένα βήμα πιο πέρα, ένα βήμα πιο έξω. Λίγο ν' απομακρυνθεί από το κάδρο. Να ενωθούν τα "σημεία", οι πινελιές, οι γραμμές, να δει τον καμβά ως σύνολο για να καταλάβει τα "επιμέρους". Ένα μικρό βήμα για κείνη, ένα σωτήριο βήμα για το ταβάνι. (Και για κείνη).

Η επικαιρότητα σε τίτλους:
Στης Αλαμούντιν* την ποδιά σφάζονται παλικάρια (εκτός από τον Τζώρτζ. Αυτός δεν πιάνεται, την παντρεύτηκε).
Καλό ε; (που θα 'λεγε κι ο Σεφερλής). 
Και μια πουταναφέραμε...
Εξωσωματική γονιμοποίηση για σκύλους. Το νέο trend στην Ελλάδα της κρίσης.
Kάτι (πιο) σάπιο φέρνει ο Σεφερλής στο Μέγκα.
Fly me to the moon, τραγουδούν μελωδικά τα Spread Ba(n)d Comedy. 
Ο Λυκούδης ιδρύει ένα κόμμα ακόμα. Ως απόκομμα.
Ο Πανούσης προσλαμβάνει τον διαφημιστή του Τζάμπο για τη νέα του παράσταση. Στα όρια της σχιζοφρένειας η ελληνοφρένεια.
Συνεχείς φόνοι μικρών Τσοχατζόπουλων. Οι πιο δειλοί απλά τους χέζουν.
Οι δυο ζωές (στα social media): σε συσκευασία της μιάς.
* ο τονισμός του ονόματος μετατέθηκε χάριν ευφωνίας και μέτρου

Παρένθεση:
(Έξω από αυτά και μέσα σε αυτά τα ίδια σκατά. Φτιασιδωμένοι vs τρελοί. Μόνο που εκεί έξω η τρέλα είναι δειλή και κρύβεται, το φτιασίδωμα όμως φαίνεται. 
Μπαμ κάνει.
Εκεί μέσα, το καμουφλάζ, μετά ή άνευ φτιασιδώματος ή τρέλας, έχει αναχθεί σε ύψιστη διαδικτυακή τέχνη. "Να είσαι ο εαυτός σου": η πιο ηλίθια προτροπή που έχω ακούσει ποτέ. Λες και υπάρχει ποτέ περίπτωση να "μπορείς" να είσαι ο εαυτός κάποιου άλλου. Ακόμη και στα παιχνίδια των ρόλων ο εαυτός μας είμαστε. Στην επιλογή του ρόλου: εκεί κρινόμαστε. Ακόμη κι ο ηθοποιός, στο θέατρο, ο εαυτός του είναι, μόνο που κατέχει την τέχνη ή την τεχνική, που έχει το καπρίτσιο ή την ικανότητα να προσποιείται πως είναι κάποιος άλλος. Κι ο θεατής, είτε αποστασιοποιημένος είτε ταυτισμένος - ανάλογα τη "σχολή" ή την άποψη - ξέρει ποιός είναι ο ηθοποιός και ποιός ο ρόλος.
Αλλά μέσα στο διαδικτυακό "σκοτεινό" - με την έννοια του μη γνωστού - σύμπαν, θαρραλέοι δειλοί πίσω από τα απροσπέλαστα τείχη των πληκτρολογίων τους κάνουν πολέμους, επαναστάσεις, ρίχνουν κυβερνήσεις, τις σηκώνουν πάλι μετά, κόβουν και ράβουν, πίνουν αίμα και τρώνε ζωές. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη πόσο φονικό μπορεί να είναι ένα πλήκτρο. Και τελικά μόνο οι "απροσάρμοστοι" μπορούν να προσαρμοστούν και να κολυμπήσουν στην καθόλου ήρεμη και καθόλου φιλική διαδικτυακή θάλασσα. Ή αυτοί που μπορούν είτε να κολυμπήσουν στα βαθιά είτε να βγουν στην ακτή. Γιατί ακόμη και σ' αυτή τη θάλασσα ακτές υπάρχουν που σε οδηγούν με ασφάλεια στην πραγματική ζωή με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Κλείνει η παρένθεση...

Στο θέμα μας...
Όλα όσα ζήσαμε τις τελευταίες εβδομάδες και που άγγιξαν κάθε έκφανση της κοινωνικής/πολιτιστικής/πολιτικής/οικονομικής αλλά και συναισθηματικής μας ζωής μοιάζουν εξωπραγματικά. Αλλά δεν είναι.

(Να μην ξεχάσω να αναφέρω τα ευρήματα στην Αμφίπολη, να πω την γνώμη μου γι' αυτά και να κατακεραυνώσω τους αρχαιολόγους και κυρίως την Παναγιωταρέα παρότι δεν είναι αρχαιολόγος αλλά πολύ wannabe βρε παιδί μου, να οικτίρω αυτούς που νοιώθουν εθνικά υπερήφανοι αλλά δεν ξέρουν ούτε κατά πού πέφτει η Βεργίνα. Είναι όμως πεπεισμένοι πως είναι απόγονοι του Αλεξάνδρου του Μεγάλου και μάλιστα κατ' ευθείαν γραμμή "αίματος". Επίσης να θυμηθώ να μην ξεχάσω ν' αναφέρω τα νέα ευρήματα από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων και να ειρωνευτώ αυτούς που μένουν εκστασιασμένοι από αυτά ενώ δεν μπήκαν στον κόπο να επισκεφθούν την έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο που κράτησε έναν χρόνο, άρα δικαιολογίες μηδέν. Επίσης να σχολιάσω την Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ/να-χέσω-τα πτυχία-σου που μυρίστηκε ψητό και φυσικά να κατακεραυνώσω τον ...Τζήμερο)*.

Πώς νοιώθω
(Το ξέρω, σκασίλα σας, αλλά το αναφέρω επειδή μπορεί να νοιώθετε και κάποιοι άλλοι παρομοίως και να μην μπορείτε να εξηγήσετε αυτό το σφίξιμο, το άνω κάτω στον οισοφάγο, την τάση εξόδου των στομαχικών καταλοίπων και των άλλων σωματικών υγρών εν γένει. Μην πάρετε αντιβίωση, δεν είναι λοίμωξη, είναι μόνο η πραγματικότητα)
Νοιώθω λοιπόν σαν μια κούκλα (με την έννοια του άψυχου αυτή τη φορά) που άγνωστες, ισχυρές δυνάμεις την περιφέρουν από εδώ κι από εκεί στο ακατανόητο γι' αυτήν τοπίο της ελληνικής πραγματικότητας. Τη σταματούν πότε εδώ και πότε εκεί και της λένε "διάλεξε" όταν τα περιθώρια επιλογής είναι μεν αρκετά (δεν πλήττει ποτέ κανείς σε αυτό το τοπίο) αλλά το είδος των επιλογών πάντα το ίδιο: τρισάθλιο.
Ό,τι κι αν επιλέξει θα είναι "λάθος". Αν δεν ήταν κούκλα θα μπορούσε να δημιουργήσει η ίδια μια παλέτα πολλαπλών και διαφορετικών επιλογών που θα περιλάμβαναν πολλαπλά υποσυστήματα ορθότητας ή μη. Αλλά είναι. Εν ολίγοις η ελεύθερη βούληση επιλογής του καλού ή του κακού, που είναι ένας από τους βασικούς κανόνες ύπαρξης και ανάπτυξης του ανθρώπου, δεν έχει κανένα νόημα για την κούκλα. Ωστόσο μια υποτυπώδης "θέληση" υπάρχει και σε αυτήν. Μια καταλάθος λειτουργία, ένα λασκάρισμα μιάς βίδας, ένα λάθος στη δομή του υλικού, μια κακοτεχνία. Είναι ο αστάθμητος παράγοντας της αντανακλαστικής μηχανικής κίνησης. Και τότε η κούκλα μπορεί και να επιλέξει "λάθος". Δηλαδή σωστά.
Προς το παρόν αυτή η ελπίδα της "αστοχίας" βρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση.
Ευρισκόμενη λοιπόν - εγώ - σε μια τέτοια κατάσταση φθοράς (της πνευματικής μου υγείας) και αφθαρσίας (προσωρινής) της ύπαρξής μου έρχομαι αντιμέτωπη με το παράδοξο να πρέπει να συμμορφωθώ διότι δεν συνεμορφώθην με τις υποδείξεις που κανείς ωστόσο δεν μου υπέδειξε. Να τιμωρηθώ δηλαδή μέχρι να συμμορφωθώ.
Τα αντανακλαστικά εν υπνώσει, ο μηχανισμός καλολαδωμένος και η "αστοχία", το "ελάττωμα", καλά κρυμμένο προς το παρόν, στο δαιδαλώδες σύστημα πλοήγησης των επιλογών μου.
Η μόνη ελπίδα για σωτηρία (μου) είναι να συνειδητοποιήσω τη συνειδητοποίηση πως το ζητούμενο είναι η συμμετοχή, με ή χωρίς τη θέλησή μου, ως «πειραματόζωο», σε ένα πρωτοποριακό σύστημα συνήθειας των πάντων που μελετά κάποια κυβέρνηση.
Μέχρι αυτή τη στιγμή το πείραμα προχωρά με επιτυχία, οι ανακοινώσεις όμως των συμπερασμάτων αναβάλλονται επ' αόριστον. Γιατί μπορεί να είναι και λάθος. Δηλαδή σωστά. 

*Τελικά δεν θα αναφερθώ σε τίποτε απ' όλα αυτά επειδή την ώρα που έγραφα αυτές τις γραμμές ξέσπασε νέος πόλεμος στα σόσιαλ μίντια. Ένα όψιμο κομματικό pet που εμφανίστηκε πριν δύο χρόνια σχεδόν από το πουθενά (με βαριές ωστόσο οικογενειακές αποσκευές είν' η αλήθεια που δεν τιμά ωστόσο καθόλου), ως απόνερο της νεοπαλαιοπασοκικής λαίλαπας και της "πράσινης" υπανάπτυξης και αποδόμησης οτιδήποτε θυμίζει πολιτισμό, έβγαλε από μέσα του τα οιδιπόδειά του σε μορφή απαντητικού σχολίου. Όμως στην προσπάθειά μου να διερευνήσω το επίπεδο και τα αντανακλαστικά ψηφιακών φίλων και γνωστών έπεσα σε μαύρη κατάθλιψη. Ένας συρφετός πολιτικολογούντων που βρωμούσαν "κορεκτίλα", με την κακή την έννοια, απεδείχθησαν τρισχειρότεροι από το κομματικό απόλυτο τίποτα που εδώ και δύο χρόνια ξιφουλκεί όπου βρεθεί κι όπου σταθεί εναντίον οτιδήποτε κολυμπάει κι οτιδήποτε πετάει σε αντίθετη ή απλώς διαφορετική τροχιά από αυτό. Το δε επιχείρημά του "δεν ξέρετε τί έχω ακούσει τόσα χρόνια" θα κατέρρεε σε κλάσματα δευτερολέπτου αν κάποιος, που δεν θα δίσταζε να λερωθεί, του απαντούσε ότι τον παρακολουθεί (όπως εγώ για παράδειγμα), πώς δύο χρόνια τώρα με νύχια και με δόντια (αλλά δυστυχώς επιτυχώς) προσπαθεί να δημιουργήσει ντόρο και να παραμένει στην επικαιρότητα κλέβοντας ψήγματα δόξης από τους παρομοίους του, ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε. Ανάμεσα στον συρφετό ξεχώρισα - κι έκλαψα και πόνεσα - κανά δυο περιπτώσεις που ενώ υποτίθεται διαφωνούν με τον "τρόπο έκφρασης" του εν λόγω κομψευόμενου πιτσιρικά χαίρονται και γελούν και φχαριστιούνται με τον μη ορθοπολιτικολογούντα μικρό θανασάκη τον βωμολόχο λέγοντας χαρακτηριστικά και κλείνοντας το κριτικό υποτίθεται σχόλιό τους "ps btw εκεί με τον Πάριο έκλαψα". Επίσης, ο "γελά δ' ο μωρός" σχολιαστής, μας βγάζει τη γλώσσα ρωτώντας αυθάδικα (και υποκριτικά) αν όλοι εμείς που βρίζουμε τον βωμολόχο πολιτευτή wannabe δεν έχουμε βρίσει ποτέ τη μάνα κανενός. Που σημαίνει ότι αφού έχουν κάποιοι (άλλοι) βρίσει τη μάνα κάποιου (άλλου) δικαιούνται όλοι να βρίζουν τη μάνα όλων των άλλων. Πάντως να θυμίσω (έτσι, για να βρίσκεται) πως οι αμερικανοί και οι αγγλοσάξονες εν γένει δεν είναι καθόλου τυχαίο που δεν έχουν χειρότερη βρισιά από το γνωστό κι αγαπημένο motherfucker. Και πως ο "ατυχώς εκφρασθείς" θανασάκης, πέραν των άλλων, έχει ευχηθεί δια μέσου των σόσιαλ μίντια "πσόφο και έμπολα στους πολιτικούς του αντιπάλους".

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Νοικοκυρά σε αποχαύνωση

Δεν είχε πολύ ελεύθερο χρόνο τον τελευταίο καιρό. Δηλαδή χρόνο είχε και μάλιστα μπόλικο αλλά προτιμούσε να τον γεμίζει διαφορετικά απ' ό,τι πρόσταζε η νοικοκυροσύνη.
Όλα στο σπιτικό της τα 'θελε τακτοποιημένα. Στη θέση τους. Όχι επειδή ήταν νοικοκυρά (που ήταν) αλλά επειδή δεν της άρεσε να είναι "νοικοκυρά" οπότε έπρεπε όλα να είναι στη θέση τους. Είτε στη θέση που επέλεγε εκείνη είτε στη θέση που επέλεγαν αυτά επειδή θεωρούσαν πως τους άρμοζε. Πάντως σε κάποια θέση.
Π.χ. τα ασιδέρωτα. Πάνω, κάτω και πλαγίως της ψάθινης κόφας κάθονταν όμορφα και υπομονετικά περιμένοντας τη σειρά τους να σιδερωθούν. Σαν ιδιόμορφο γλυπτό από υφάσματα διαφορετικής υφής, διαφόρων χρωμάτων και διαφορετικής χρηστικότητας το καθένα, γλυπτό που λες κι ήταν έτοιμο να συμμετέχει σε έκθεση μοντέρνας τέχνης κι ακατανόητων εικαστικών και που μάλιστα θα μπορούσε να διεκδικήσει ακόμη και βραβείο. Όσο κι αν φρόντιζε να είναι τα βαριά ρούχα κάτω κάτω, τα τισέρτ όλα μαζί, τα μπλουζάκια το ίδιο και πάνω πάνω τα πουκάμισα, αυτά μερικές φορές κάπως σαν ν' αυτονομούνταν, έκαναν του κεφαλιού τους και το 'ριχναν στο γλέντι κατά την απουσία της, μόλις όμως έσκαγε μύτη αυτή κοκκάλωναν εκεί που βρίσκονταν. Βρε αλλιώς τα 'χα βάλει εγώ... απορούσε καμιά φορά κι άρχιζε τη "δημιουργική" τακτοποίηση.
«Αυτό το μανίκι που προεξέχει δεν μου αρέσει, είναι σα να μου λέει "έλα πάρε με"». Οπότε το παράχωνε στη στοίβα. «Αυτή η άκρη που προεξέχει είναι κόκκινη, δεν ταιριάζει με το πάνω χρώμα που είναι μοβ». Κι έτσι άλλαζε τη σειρά κι έβαζε πάνω από το κόκκινο ένα ρούχο λευκό κι ανάμεσα στο λευκό και το μοβ ένα κίτρινο. Θα μου πείτε μοβ και κίτρινο πάει; Πάει και παραπάει. Ανάλογα την απόχρωση του μοβ και την απόχρωση του κίτρινου. Π.χ. σκούρο βαθύ blueblack μοβ με "λερωμένο" και αχνό λεμονί πήγαινε και παραπήγαινε. Φροντίζοντας πάντα να μην ανακατεύει τα "είδη" των ρούχων.
Κι έτσι, αντί να σιδερώσει τα ρούχα, κορόιδευε τον εαυτό της ότι δεν είχε έρθει η ώρα τους.
«Δεν ήταν της παρούσης».
Έτσι έλεγε όταν δεν ήθελε να κάνει κάποια δουλειά: «δεν είναι της παρούσης».
- Και ποιανής είναι δηλαδή;
(Χα χα χα αστειάκια....)
- Άμα βρούμε ποιανής είναι θα πρέπει να της τα δώσουμε κιόλας κι αυτό δεν το θέλουμε, ναι; (ποιός δουλεύει ποιόν ήθελα να 'ξερα).
(Κάτι τέτοιες στιγμές ο ...άλλος, ως δια μαγείας, θυμόταν κάποια εκκρεμότητα: κάτι υδραυλικό ή κάτι ηλεκτρολογικό ή κάτι "ψάχνω στο internet" ή κάτι "κατεβάζω").

Παραέξω βέβαια γινόταν της πιπίτσας. «Δηλαδή εγώ τώρα ζω ανάμεσά τους» συνήθιζε να λέει υπό τύπον ερωτήσεως. Η απάντηση στην υποτιθέμενη ερώτηση ήταν μεγαλοπρεπώς "ναι" αλλά δεν της την έλεγαν για να μην την πληγώσουν. Εξάλλου δεν ήταν "της παρούσης".
Τα πάντα στη θέση τους λοιπόν. Κι η σκόνη πάνω στα έπιπλα, κι αυτή επίσης. Ξέρετε, τη σκόνη άμα δεν την πειράξεις δεν σε πειράζει ούτε αυτή. Δεν δηλώνει "παρουσία". Αλλά άμα την ενοχλήσεις π.χ. να κάνεις αναδιάταξη των αντικειμένων που επικάθονται αναπαυτικά πάνω της, τότε κι αυτή σου πετάει στα μούτρα τη διάσπαση της συνοχής της.
Όμως χθες δεν μπορούσε να κάνει τα "στραβά μάτια" γιατί αυτό που είδαν τα μη στραβά μάτια της ΉΤΑΝ της παρούσης.
Θεωρούσε τη βεράντα προέκταση του σπιτιού της. Γι' αυτό και τη διατηρούσε καθαρή. Τη φρόντιζε όπως και τα φυτά της ώστε να μπορεί να μπαινοβγαίνει άνετα σχεδόν όλο το χρόνο. Αλλά χθες, έριξε μια τυχαία ματιά έξω, περισσότερο για να βεβαιωθεί ότι ήταν σε καλή κατάσταση από άποψη καθαριότητας επειδή ήθελε ν' απλώσει μπουγάδα. Βλέπετε, δεν της έφτανε το υλικό για το "γλυπτό ασιδέρωτων" ήθελε να το εμπλουτίσει με νέα σοδειά.
Και τί λέτε πώς είδε στη βεράντα της; Κάπνα. Τόση κάπνα όση δεν είχε μαζευτεί από τη φωτιά στην Πάρνηθα ή πριν από αυτήν σε μία από τις πάμπολλες πυρκαγιές της Πεντέλης. Κάπνα και καψαλισμένα υπολείμματα, αγνώστων υλικών, στα πλακάκια, στα πεζούλια, στις καρέκλες, στο τραπέζι, στα φυτά της. Της ήρθε "κόλπος" που 'λεγε κι η μάνα της. Τρεις ώρες έπλενε. Σκούπιζε, ξεσκόνιζε φύλλα, καθάριζε έπιπλα, κατάβρεχε. Τρεις ολόκληρες ώρες. Παραμιλούσε από το κακό της. Την προηγούμενη, επιστρέφοντας αργά τη νύχτα σπίτι κάτι της μύρισε καμένο. Έκανε ακόμη ζέστη, 30 βαθμούς είχε το πρωί, είχε πάει και για μπάνιο. Αποκλείεται να άναψε κάποιος τζάκι αλλά τίποτε δεν αποκλείεται σ' αυτήν την κωλοχώρα. Υπέθεσε όμως ότι μάλλον κάποιος γείτονας έψησε στη βεράντα του σε κακοσυντηρημένη ψησταριά και βεβαίως ανίδεος ων τα έκανε όλα μαντάρα. Γαμωσταυρίζοντας και μάλιστα δυνατά ολοκλήρωσε την καθαριότητα. Μπήκε στο σπίτι, έφτιαξε καφέ, άραξε και πήρε στα χέρια το βιβλίο της. Το μαγείρεμα μπορούσε να περιμένει, "δεν ήταν της παρούσης", για τα καθημερινά μπωτέ ήταν νωρίς ακόμη, το 'ριξε λοιπόν στο διάβασμα. "Η Μουσική των Πρώτων Αριθμών" και πού να σας εξηγώ τώρα τί είναι τούτο. Κάθε δύο παραγράφους αποσυγκεντρωνότανε και τότε μέσα στο μυαλό της έρχονταν τα καθημερινά της ζόρια. Κατόπιν συνέχιζε το διάβασμα κι όταν έφτασε στις "μη τετριμμένες ρίζες του μιγαδικού τοπίου", σκέφτηκε τις πάμπολλες τετριμμένες πτυχές της δικής της καθημερινότητας. "Δε βαριέσαι" καλά είμαστε. Όλα υπό έλεγχον. Όλα σε ρύθμιση. "Δουλίτσα να υπάρχει", "την υγειά μας να 'χουμε", "άλλο κακό να μη μας βρει" κι άλλα τέτοια αποχαυνωτικά κι αποπροσανατολιστικά. Στην υπενθύμιση, από κάποιο τμήμα του εγκεφάλου της, ότι με όλα τακτοποιημένα και ρυθμισμένα της έμειναν μόνο 20 ευρώ στο πορτοφόλι για την επιβίωση, δεν έδωσε σημασία. "Ξέρεις τί μπορώ να κάνω εγώ με 20 ευρώ; Θαύματα". Κολοκύθια, τίποτα δεν μπορούσε να κάνει. Κι όμως, κάτι είχε κάνει: είχε κάνει λάθος. Για πρώτη φορά. Παρότι υπήρχε μία σειρά και μία τάξη στην εξυπηρέτηση των αναγκών της, αυτή τη φορά τα 'κανε μαντάρα. Όλα ανάποδα. Ο δικός της - συνήθης - κώδικας τακτοποίησης ήταν: πρώτα πρώτα ΔΕΗ, μετά τροφή/επιβίωση, μετά ΕΥΔΑΠ/ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ/INTERNET, μετά επιδιορθώσεις σημαντικών πραγμάτων, μετά στεγαστικό, μετά κοινόχρηστα (αφού αφορούν και συγκατοίκους), μετά ΤΑΜΕΙΟ, μετά - αν περίσσευε τίποτα - αναψυχή κι έπειτα, τελευταίες και καταϊδρωμένες, οι υποχρεώσεις της προς το κράτος. Αυτές τις είχε παντελώς χεσμένες. Είχε; Έδινε. Δεν είχε; Περάστε τον άλλο μήνα. Κάπως έτσι κι αμαρτίαν ουκ είχε. Αλλά αυτή τη φορά κάτι πήγε στραβά. Κάπου το 'χασε κι αφού τακτοποίησε τα πάντα της έμεινε κι ένα εικοσάρικο. Της έμειναν όμως αμανάτι και καμιά δεκαριά μέρες μέχρι την επόμενη είσπραξη. Πράγματι, μπορούσε να κάνει πολλά με το εικοσάρικο - άλλωστε είχε πολλάκις εισπράξει τον θαυμασμό "ρε συ περνάς με χαρτζιλίκι πιτσιρικά" - δεδομένου ότι τα ντουλάπια της κουζίνας και το ψυγείο είχαν εφόδια για να περάσουν δύο άτομα αρκετές μέρες χωρίς να χρειαστεί να επισκεφθούν την αγορά. Το 'χε πάρει από τη μάνα της αυτό. Όχι για "ώρα ανάγκης" ούτε από το λεγόμενο "κατοχικό" (της μάνας της, να εξηγούμαστε) ούτε βέβαια "μη γίνει κάνας πόλεμος" ή "καμιά στραβή και βγούμε απ' το ευρώ". Αλλά επειδή ήξερε πως αργά ή γρήγορα, πέφτοντας με τα μούτρα στο διάβασμα ή πέφτοντας με την πλάτη στην αποχαύνωση της ταβανοθεραπείας θα έλεγε και για το σούπερ μάρκετ "δεν είναι της παρούσης". Γι' αυτό έπρεπε να είναι εφοδιασμένη.
Παρολαυτά το εικοσάρικο ήταν εικοσάρικο, χαρτονόμισμα "περιορισμένης ικανότητας κι απόδοσης" και οι δέκα μέρες θα παρέμεναν πάντα δέκα βγάζοντας τη γλώσσα στη σχετικότητα του χωροχρονικού πλέγματος και στις συμπαντικές, επιπλέον των τριών γνωστών, διαστάσεις.
Χώθηκε στις επόμενες σελίδες του βιβλίου για να διαπιστώσει ακόμη μια φορά πως οι εντρυφώντες στη μαθηματική επιστήμη δεν είναι και τόσο στα καλά τους. (Λες κι αυτοί που τους διαβάζουν μη όντες μαθηματικοί, είναι στα καλά τους). Κάποιο χρωμόσωμα μετατοπίστηκε, από παλιό σκούντηγμα ή παλιό πέσιμο από κούνια, και τσουπ... να ένας μαθηματικός. Πάντως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που οδηγούσε τους μαθηματικούς σε αξιώματα, θεωρήματα και αποδείξεις ή στο θράσος να διατυπώνουν εικασίες που περίμεναν το πλήρωμα του χρόνου και μεταγενέστερους μαθηματικούς να βγάλουν το φίδι από την τρύπα, τα συμπεράσματά τους ήταν χρήσιμα όχι μόνο στην ανθρωπότητα αλλά και στις υπόλοιπες επιστήμες. Έμαθε μάλιστα πως κάποιες φορές οι άλλες επιστήμες απαρνιούνται οικειοθελώς την αυτονομία τους και προσκαλούν σε ταγκό ή βαλς τα μαθηματικά προκειμένου να γεμίσουν η μία τα κενά της άλλης κι ομού και ταυτοχρόνως να κοροϊδεύουν εμάς.
Έφτασε στο κεφάλαιο που μιλούσε για τη "Συνάρτηση ζ" και τον μαθηματικό της τύπο. Και πώς ο Ρίμαν είχε κατορθώσει να χωθεί βαθιά στο μιγαδικό τοπίο που δημιούργησε (μη με ρωτήσετε τί είναι αυτό) και να βρει αριθμούς που μηδενίζουν αυτή τη συνάρτηση και μάλιστα να εικάσει πως αυτοί οι αριθμοί βρίσκονται στην ίδια ευθεία όσο μακριά στο αριθμητικό στερέωμα κι αν ψάξει κανείς. Κι ακόμη παραπέρα να υποθέσει* πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ευθεία αυτή και το πλήθος ή/και την κατανομή των πρώτων αριθμών από ακέραιο σε ακέραιο. Πιάσ' το αυγό και κούρεφ' το δηλαδή.
Και τότε της ήρθε μια καταπληκτική ιδέα!
Να λοιπόν τί ακριβώς χρειαζόταν! Έναν τύπο που με κάποιον τρόπο θα μηδένιζε τα έξοδά της! Δεδομένου δε ότι ήδη υπήρχαν οι τύποι (κάτι κυβερνητικοί αλητήριοι τύποι) που της μηδένιζαν τα έσοδα η ανάγκη για την ανακάλυψη αυτού του συγκεκριμένου αντίρροπου τύπου ήταν επιτακτική.
Και καθώς κοντοζύγωνε η στιγμή που αυτοί οι αλητήριοι, πλην όμως εκλεγμένοι τύποι θα ανακάλυπταν τον τύπο που θα μηδένιζε τη ζωή της έπρεπε επειγόντως να κάνει έκκληση στη μαθηματική κοινότητα να σηκώσει τα μανίκια και να πιάσει δουλειά. Κι αυτό "ήταν της παρούσης". Η ίδια πάντως δεν μπορούσε να προσφέρει και πολλά. Στην προτροπή δε προς τον εαυτό της "στο δημοτικό ξανά, εμπρός για μαθηματικά" ένιωσε μια μεγάλη κούραση, αποχαύνωση και βαρεμάρα, έβγαλε το εικοσάρικο από το πορτοφόλι κι είπε: αφού δεν μας φτάνει που δεν μας φτάνει, πάμε για μπιρίτσες;"


*Η Υπόθεση Riemann δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.







Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Ο θεός των κανονικών πραγμάτων*



Ακολουθία του Νιπτήρος

Η μπίρα έρεε στο ποτήρι και κατόπιν έρεε στο λαρύγγι μου και μετά έρεε στο αίμα μου κι ύστερα κάνοντας μια στάση στο νεφρό μου για ...ξενέρωμα κατέληγε στην κύστη μου. Την ουροδόχο. Από εκεί και πέρα η πορεία των μπιρικών πλην όμως διυλισμένων και μεταλλαγμένων σε κάτουρο - κοινώς τσίσα - υγρών μου ήταν προδιαγεγραμμένη και μη αναστρέψιμη. Η δε ανάγκη για την ταχύτατη εκπλήρωση του προορισμού τους μέγιστη.

Αφού τακτοποιήθηκαν τα υγρά μου κι ενώθηκαν με τόνους λίτρα από αλλωνών υγρά ή άλλου είδους υγρά, ώστε όλα μαζί ν' αποτελέσουν μια υγρή ιδιότυπη στρατιά λυμάτων δίχως στόχο και δίχως σκοπό, ήρθε η ώρα να αξιοποιήσω τις ευεργετικές ιδιότητες κάποιου άλλου υγρού, συστατικού βεβαίως αυτού που μόλις εγκατέλειψε την κύστη μου και που το λέμε συνήθως νερό. Να χρησιμοποιήσω δηλαδή νερό για να αφαιρέσω μηχανικώς από τα χέρια μου τυχόν υπολείμματα μορίων υγρού από αυτά που μόλις προολίγου κατοικούσαν υδαρώς εντός μου. Κοινώς: να πλύνω τα χέρια μου.

Στέκομαι ωσάν ηλίθια μπροστά σε κάτι που έμοιαζε με νιπτήρα - και μάλλον ήταν δηλαδή - αν και περισσότερο παρέπεμπε σε έργο μοντέρνας και βεβαίως αφηρημένης τέχνης ή στην καλύτερη περίπτωση παρέπεμπε σε φουτουριστικό δρώμενο τύπου "έτσι θα είναι κάποτε οι νιπτήρες". Κοιτάζω γύρω μου και γεμάτη προσμονή πως οι υποψίες μου ότι "κάπου θα υπάρχει υγρό σαπούνι" θα αποδειχθούν σωστές, σκανάρω το ...τοπίο, ανακαλύπτω ομοίωμα σαπουνοϋποδοχέα σαν γλυπτό του Henry Moore και όλο αισιοδοξία τοποθετώ τα χέρια μου από κάτω του. Σκεφτόμενη πως όσο καλός γλύπτης να είναι κάποιος δεν θα μπορούσε να τα βάλει και με την βαρύτητα. Πράγματι, ενώ ψάχνω τί σκατά να πατήσω για να αποκτήσω λίγο τέτοιο υγρό ακούγεται ένα "φσσσστ" και η χούφτα μου γεμίζει αφρό. Αυτό το λέμε φωτοκύτταρο. Τοποθετώ κατόπιν τα χέρια μου σε θέση μάχης, έτοιμα να δεχθούν τα ευεργετήματα και τις απολυμαντικές ιδιότητες του νερού που ανακατευόμενο με τον σαπουνοαφρό θα δημιουργήσουν πλούσια καθαριστική κρέμα και θα κάνουν την πιθανή ρυπαρότητα των χεριών μου παρελθόν. Ναι, αλλά πώς θα τρέξει το νερό; Και από πού;

Κοιτάζω εκεί που κανονικά θα έπρεπε να είναι η νεροέξοδος, δηλαδή η βρύση αλλά το μόνο που είδα ήταν ένα μαρτζαφλάρι που μόλις προεξείχε απειλητικά αλλά με νόημα από τον τοίχο. Σκύβω λίγο, βλέπω ότι από κάτω έχει τρυπούλες, λέω "ααααα από εδώ θα τρέξει το νερό" αλλά το θέμα εξακολουθεί να είναι ΠΏΣ ΘΑ ΤΡΈΞΕΙ ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ ΤΟ ΓΑΜΗΜΈΝΟ. Αρχίζω να κουνάω τις ενωμένες χούφτες μου δεξιά αριστερά και πάνω κάτω, προσπαθώντας να κρατήσω ακόμη φυλακισμένον τον σαπουνοαφρό σκεφτόμενη πως κάπου θα υπάρχει φωτοκύτταρο ΚΑΙ για τη ροή του νερού. Υποθέτοντας δε πως το φωτοκύτταρο δεν μπορεί να βρίσκεται τοποθετημένο στο ταβάνι ή στο πάτωμα κουνούσα τη χουφτίτσα μου γύρω γύρω από την υποτιθέμενη βρύση. Τότε είδα μια μεταλλική βουλίτσα σφηνωμένη στον τοίχο κι αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου εκεί. Πιέζοντάς την με το χέρι μου αυτή υποχώρησε και το νεράκι άρχισε να ρέει. Αλλά ταυτόχρονα άρχισε να ρέει κι ο αφρός και να εγκαταλείπει άρον άρον την χούφτα μου προτού προλάβει να ενωθεί εις υγρόν ένα με το νεράκι. Την ώρα δε που ετοιμαζόμουνα να αποκτήσω νέον αφρό κι ενώ δεν είχαν περάσει παρά μόνο μερικά νανοσεκόντ η ροή του νερού σταμάτησε. Τελικά έβαλα αφρό στο ένα χέρι και πάτησα το κουμπάκι με το άλλο. Με όσο νεράκι έτρεξε κατάφερα να πασαλείψω τα χέρια μου με το γλιτσερό πράγμα που σχηματίστηκε, για να καταφέρω να τα ξεβγάλω ούτε λόγος, τα σκούπισα με τόσο χαρτί ικανό να γεμίσει ένα τσουβάλι και θεώρησα το περιστατικό λήξαν. Και φυσικά είπα: τα επόμενα τσίσα σπίτι.

...
Το κρασάκι εύφραινε την ψυχούλα μου και την καρδούλα μου, όπως άλλωστε είναι δουλειά του να κάνει κι ακολουθώντας τη συνήθη διαδρομή που κάνουν όλα τα υγρά και που ανέφερα παραπάνω επέμενε να καταλήξει κι αυτό σε μια λεκάνη τουαλέτας. Βεβαίως κάθε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος διαθέτει τουαλέτα. Εκείνο που δεν διαθέτει όμως είναι ...ομοιομορφία στα γούστα των διακοσμητών.
Αυτή τη φορά το σαπούνι δεν ήταν αφρός, ήταν κρεμοσάπουνο που έβγαινε από ένα λεπτό ματσουκάκι που προεξείχε από το γείσο του επίσης ντιζαϊνάτου νιπτήρα. Που όμως ήταν τόσο ρηχός ώστε τα χέρια μου έπρεπε ν' ακουμπήσουν τον πάτο του προκειμένου ν' αποκτήσουν λίγο υγρό σαπούνι. Κι όταν είναι κανείς σιχασιάρης καταλαβαίνετε πως δεν είναι και το καλύτερό του ν' ακουμπήσει έναν νιπτήρα δημόσιας χρήσης. Κρατώντας το πολύτιμο υγρό στα χέρια ψάχνω ένα σημάδι για έναν τρόπο που θα μου δώσει μικρή έστω ποσότητα από το πολυπόθητο νεράκι. Στην περίπτωση αυτή το νερό θα έτρεχε - υπέθεσα - από ένα ανάλογο ματσουκάκι που προεξείχε πάλι από το γείσο αλλά στο κέντρο του νιπτήρα. Το ότι τα χέρια μου και σε αυτήν την περίπτωση θ' ακουμπούσαν τον πάτο του νιπτήρα είναι από τα ευκόλως εννοούμενα που παραλείπονται ωστόσο. Αλλά πώς θα έκανα το νερό να τρέξει; Δεν υπήρχε κάποιο ορατό κουμπί σε αυτήν την περίπτωση. Αλλά κάνοντας πέρα δώθε τα χέρια μου ψάχνοντας τον ΤΡΌΠΟ τον γαμημένο που θα μετέτρεπε το ματσουκάκι σε βρύση άρχισε επιτέλους το νερό να ρέει! Αχά... εδώ υπάρχει φωτοκύτταρο, σκέφτηκα. Το νερό έτρεχε λεπτό σαν κλωστούλα και για μερικά μιλισεκόντ είχα την ψευδαίσθηση πως θα πλύνω τα χέρια μου. Μετά από καμιά δεκαριά προσπάθειες κατάφερα να μετατρέψω αυτήν την ψευδαίσθηση σε γεγονός.


Χορεύοντας στο σκοτάδι

Ο φρέντος ξεσήκωνε το αποκοιμισμένο νευρικό μου σύστημα κι έφερνε σε κατάσταση πλήρους εγρήγορσης τα χαμένα στη ραστώνη του μεσημεριού εγκεφαλικά μου κύτταρα. Ο σερβιτόρος σε μια προσπάθεια να μου πει τ' ανείπωτα - ήθελα να πιστεύω η αφελής - γέμιζε ξανά και ξανά το ποτήρι μου με νερό. Κι εγώ - ακόμη πιο αφελής - το έπινα για να μου το ξαναγεμίσει. Η φίλη μου με κοίταζε με μίσος κι εγώ με τρόμο ένιωθα την κύστη μου να γεμίζει ταχύτατα. Και καθώς μια γεμάτη κύστη είναι το τελευταίο που μπορείς να αγνοήσεις όταν ο σερβιτόρος σου ρίχνει ματιές πιο επικίνδυνες για τους πάγους της Ανταρκτικής κι από την ίδια την υπερθέρμανση του πλανήτη, σηκώθηκα όλο χάρη αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην ξενέρωτη φίλη μου. Αφού όλο το νερό βλέπετε το είχα πιεί εγώ. Με ύφος που ξέρει τα πάντα, με ύφος που γνωρίζει όχι μόνο ποιός είναι θαμμένος στον τάφο της Αμφίπολης αλλά και τη θέση της γάτας του Σρέντιγκερ ακόμη, δεν θα καταδεχόμουνα ποτέ να ρωτήσω "πού είναι η τουαλέτα σας καλέ". Σκάναρα τον χώρο, είδα μια σκάλα που πήγαινε προς τα πάνω κι άλλη μία που πήγαινε προς τα κάτω, έριξα τη νοερή ζαριά μου και ξεκίνησα για κάτω μέχρι που την τελευταία στιγμή είδα το πινακιδάκι "WC" που έδειχνε όμως προς τα πάνω. Και κάνοντας μια στροφή όλο νάζι τύπου "και βέβαια ξέρω πού είναι η τουαλέτα σας καλέ" ανέβηκα. Κι εδώ αρχίζει η υπερπαραγωγή "Τρόμος στον Δρόμο για την Τουαλέτα". Ανεβαίνοντας τη σκάλα κι αμέσως μετά την πρώτη στροφή έσβησε το πίσω φως και πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα προτού "διαβάσει" την παρουσία μου ο ανιχνευτής και μου κάνει τη χάρη ν' ανάψει το εμπρός. Μόλις έφτασα στο κεφαλόσκαλο έσβησε πάλι το πίσω φως αλλά έχοντας πια σακουλευτεί τη δουλειά με τους "μηχανισμούς του διαβόλου" κοντοστάθηκα μέχρι να με αντιληφθεί το γαμημένο το φωτοκύτταρο και μου φωτίσει τον δρόμο. Μπήκα στον προθάλαμο της τουαλέτας. Εκεί υπήρχε μόνιμα αναμμένο φως. Υποψία φωτός αλλά πάντως υπήρχε "κάτι σε φως". Προχωρώ στα ενδότερα, με ανιχνεύει ο μηχανισμός και ανάβει το φως αλλά την κρίσιμη στιγμή της αυτοσυγκέντρωσης προκειμένου το εγκλωβισμένο κυστικό υγρό να πάρει εγκεφαλική άδεια προς απελευθέρωσίν του αλλά κυρίως να βρει τον στόχο του, τη λεκάνη της τουαλέτας δηλαδή, σε αυτό λοιπόν το σημείο κι ενώ οι πρώτες σταγόνες έκαναν την ηρωική τους έξοδο, σβήνει το φως! Και σε αυτό ακριβώς το σημείο του πρόσεσινγκ εγώ να πρέπει να κρατώ με το ένα χέρι το φόρεμά μου ψηλά, με το άλλο χέρι το βρακί μου χαμηλά, την ανάσα μου γενικώς και την προσοχή μου παντού μην τυχόν κι ακουμπήσει κάτι από τα προαναφερθέντα σε ανεπιθύμητες επιφάνειες. Το μόνο που θα μπορούσα να κουνήσω ελαφρά και μόνο ήταν το κεφάλι μου προκειμένου ο ανιχνευτής να με ξανααντιληφθεί και ν' ανάψει το φως ώστε να μπορέσω να συνεχίσω την δουλειά μου. Του κάκου. Ο γαμίδης ήθελε χέρι. Αναγκάστηκα να απελευθερώσω ένα χέρι και να το κουνήσω για να λάβουν χώρα αμέσως μετά απείρου κάλλους χορευτικές φιγούρες που θα τις ζήλευε - είμαι σίγουρη - κι ο Άλβιν Έιλι και που δεν χρειάζεται να σας τις περιγράψω. Στο σημείο αυτό μπορείτε ν' αφήσετε ελεύθερη την φαντασία σας. Επιτρέπω δε στη φαντασία σας να οργιάσει για εκείνες τις περιπτώσεις (ούτε μία ούτε δύο) που και να ήθελα δεν μπορούσα να κουνήσω το κεφάλι μου αφού στην κορυφή του είχα στερεώσει τα γυαλιά μου. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα γαμοσταυρίδια, εκτός από τον designer της τουαλέτας, τα εισέπραξε και ο οπτικός που όχι μόνο δεν τα έκανε τα γυαλάκια σφιχτά σαν μέγκενη αλλά ειρωνεύεται κι από πάνω: "γυαλιά θέλεις ή στέκα;". Αφού τελείωσε μισοεπιτυχώς αυτός ο εφιάλτης, εννοείται πως θέλησα να πλύνω τα χέρια μου όπου εκεί αρχίζει ένας δεύτερος. Και σε αυτό το σημείο σκέφτηκα την φίλη μου που θα κάνει "ανενόχλητη" παιχνίδι με τον σερβιτόρο ΜΟΥ κι άρχισα βιαστικά να ψάχνω για το τρίπτυχο σαπούνι-βρύση-νερό. Το σαπούνι - υγρό βεβαίως - ήταν εύκολη υπόθεση. Τοποθετημένο κλασικά στο ειδικό δοχείο μετά του ντισπένσερ φυσικά. Καλά πάμε σκέφτηκα. Το ίδιο κλασική θα είναι και η βρύση, σκέφτηκα. Αλλά φευ... Αυτό που είδα καθόλου δεν έμοιαζε με βρύση. Ήξερα όμως ότι είναι κι έτσι ξεκίνησα να ψάχνω αρχικά ένα μπουτόν που θα της επέτρεπε να μου δώσει το νεράκι που επιθυμούσα. Αλλά δεν βρήκα μπουτόν. Άρχισα λοιπόν να κουνάω τις γεμάτες υγροσάπουνο χούφτες μου "κούνια μπέλα" θεωρώντας ότι κάπου υπάρχει ανιχνευτής κίνησης. Αλλά δεν υπήρχε ανιχνευτής κίνησης. Και σε μια κρίση διαύγειας κοιτάζω προς τα κάτω κι επιτέλους βλέπω ένα μεγαλούτσικο κουμπί στο πάτωμα. Το πατάω με λύσσα αλλά με όση λύσσα κι αν το πάτησα η ποσότητα νερού που μου έδωσε η βρύση δεν ήταν περισσότερη απ' όση χωρούσε σε μια δαχτυλήθρα. Διέταξα τον εγκέφαλό μου να θεωρήσει τα χέρια μου πλυμένα και θέλησα να τα σκουπίσω. Αλλά δεν υπήρχαν ούτε χαρτοχειροπετσέτες, ούτε αερόθερμο αλλά μια πάνινη χειροπετσέτα με την οποία είχε σκουπιστεί άγνωστος αριθμός ανθρώπων. Έμειναν λοιπόν τα χέρια μου με το νεράκι τους αλλά μέχρι να πάρω αργά - αργά, βαριά - βαριά τον δρόμο της επιστροφής και να κατέβω τη σκάλα τόσα σκαλοπάτια όσα μου επέτρεπε κάθε φορά η ποσότητα φωτός που εναλλασσόταν με σκοτάδι, τα χέρια μου είχαν στεγνώσει. Εν τω μεταξύ ο σερβιτόρος είχε σχολάσει - ή έτσι μου είπε η φίλη μου τελοσπάντων - και η ίδια είχε φτάσει πια στο απροχώρητο με τη συσσώρευση υγρών στη δική της κύστη όπου με μια διάθεση απίστευτης κακίας την άφησα να ζήσει το δικό της δράμα χωρίς καμία διάθεση όμως προειδοποίησης από μέρους μου.


Όμορφος κόσμος, υλικός, κανονικά φτιαγμένος

Αυτή τη φορά ήθελα ουίσκι. Ον δι ρακς!! Έχοντας πάρει όρκο ότι δεν θ' αγγίξω τα συνοδευτικά ξηροκάρπια μια φωνή ανεξέλεγκτη βγήκε από μέσα μου κι άκουσα τον εαυτό μου να λέει "εκτός από φιστίκια και πατατάκια έχετε κάτι άλλο να μου φέρετε;" Είχαν. Αγγουράκια και καροτάκια τουρσί. Τα οποία όμως έπρεπε να τα πιάσω με τα χέρια. Φίνγκερ φουντ βλέπετε, μη χέσω. Αλλά επειδή είμαι σιχασιάρα κι επειδή προηγουμένως είχα πιάσει χρήματα κι ακόμη πιο προηγουμένως είχα πιάσει κι άλλα χρήματα θέλησα να πλύνω τα χέρια μου. (Θα μπορούσα εναλλακτικά να ζητήσω πιρουνάκι ή οδοντογλυφίδα) Ήπια μια γουλιά από το κίτρινο νερό που καίει για να πάρω θάρρος και μια και δυο ξεκινάω για τις τουαλέτες έχοντας κατά νου ότι θα ζήσω τον μύθο μου και σε αυτές με αξέχαστες εμπειρίες να με περιμένουν και εκεί. Παρακάμπτω το γεγονός ότι στην πόρτα της τουαλέτας στο συγκεκριμένο μαγαζί δεν υπήρχε "έλξατε" ή "ωθήσατε" αλλά υπήρχε "σύρατε" και μάλιστα χωρίς να το γράφει ή έστω να το υπονοεί και χωρίς - το τονίζω - χωρίς να ρίξω κάτω την πόρτα του τουαλετικού χώρου σε μια σπάνια στιγμή αναλαμπής έσυρα την πόρτα και μπήκα. Και όντας πανέτοιμη να λύσω έναν ακόμη γρίφο που αφορά το τρίπτυχο σαπούνι-βρύση-νερό και νιώθοντας εντελώς Ιντιάνα Τζόουνς κι εντελώς σίγουρη πως
θ' ανακαλύψω εύκολα το Ιερό Δισκοπότηρο της καθαριότητας των χεριών μου και με τη σιγουριά ότι είμαι αρκούντως εκπαιδευμένη να φέρω εις πέρας μια ακόμη επικίνδυνη αποστολή "Καθαρά Χέρια" στέκομαι ευθυτενής κι αποφασισμένη μπροστά στον εχθρό Νιπτήρα.
Και ω θεοί της καταστροφικής κι αδιευκρίνιστης απλότητας και ω δαίμονες της φαυλοποίησης του κανονικού και της κανονικοποίησης του φαύλου, ω ανείπωτα ξόρκια που αφήνουν Γόρδιους δεσμούς δεμένους στην ανέμη τυλιγμένους και χιλιοειπωμένα "άμπρα κατάμπρα" σε λάθος χρόνος και για λάθος τόπο, ω απίστευτα ξωτικά του Ιερού Συνηθισμένου, ω μάγισσες και χαρτορίχτρες που ρίχνεστε καθημερινά στη Μάχη της Ρουτίνας τί είδαν τα ματάκια μου;
Μία κανονική βρύση!!!! Την άνοιγα και την έκλεινα με τη συχνότητα και τον ρυθμό που άνοιγα κι έκλεινα τα μάτια μου προσπαθώντας ν' ανοίξει τελείως το μυαλό μου και να κατανοήσει το ακατανόητο. Μια κανονική βρύση σε τουαλέτα μοδάτου all day (and night) bar/restaurant? Πού ακούστηκε; Κι εγώ τώρα να μπορώ να πλύνω τα χέρια μου τόσο απλά και τόσο εύκολα; Και να ξοδέψω όσο νερό θα θεωρούσα απαραίτητο για να έχω χέρια καθαρά και σένια για να πιάσω τα τουρσιά; Και να τα σκουπίσω με χαρτοχειροπετσέτα από αυτές που υπήρχαν σωρός τακτοποιημένες δίπλα στον Νιπτήρα; Δεν ξανάγινε!
(Καλού κακού έριξα μια ματιά και στις τουαλέτες όπου το σταθερά αναμμένο φως ήταν γεγονός!).
Αναφωνώντας λοιπόν "ω Θεέ των Kανονικών Πραγμάτων σ' ευχαριστώ", κλίνοντας το γόνυ στη Μεγάλη Ιδέα του Απλού και υποκλινόμενη στο υπέροχο και Υπέρτατο Δημιούργημα μιας "κανονικής βρύσης" αποχώρησα μεγαλοπρεπώς. Και κυρίως έχοντας πεντακάθαρα χέρια. Το ότι πάνω στον ενθουσιασμό μου ξέχασα το "σύρατε" και συμπεριφέρθηκα στην πόρτα ως "έλξατε" κι έπειτα δοκίμασα το "ωθήσατε" με παρολίγον τραγικές συνέπειες για την μύτη μου ας μην το κάνουμε θέμα. Γιατί εγώ πριν λιώσουν τα παγάκια στο ποτό μου είχα ήδη επιστρέψει στο τραπέζι μου. Όπου βεβαίως οι τουρσολιχουδιές είχαν κάνει φτερά αλλά τί σημασία είχε; Εγώ είχα καθαρά χέρια. Και το κατάστημα μία σταθερή πελάτισσα.

* Ο τίτλος μου είναι εμπνευσμένος από τον τίτλο του βιβλίου της Arundhati Roy Ο Θεός των μικρών πραγμάτων


Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Γαία πυρί ...μοχίτο

Την αγαπάει τη ζωή. Ω ναι, την αγαπάει πολύ. Μα πιο πολύ αγαπάει την ίδια την αγάπη της για τη ζωή. Πώς γίνεται αυτό; Όταν πρόκειται για εκείνη όλα γίνονται. Εν ολίγοις της αρέσει που αγαπάει τη ζωή. Αυτό.

Τα τελευταία χρόνια κάνει πολλές αναδρομές. Πιάνει τα νήματα της ζωής της από την άκρη. Τη μία άκρη, την αρχική. Την άλλη δεν τη βλέπει. Ακόμα. Τα πιάνει απαλά τα νήματα, τα ξεχωρίζει, τα ταξινομεί και μετά τα πλέκει. Πότε ανά χρώμα, πότε ανά μυρωδιά, πότε ανά γεύση, πότε ανά μέγεθος και πότε ανά είδος. Πότε δυό δυό, πότε τρία τρία ή και περισσότερα και μετά αυτές τις μικρές πλεξούδες τις πλέκει σε μεγαλύτερες ώσπου να ενωθούν όλες σε μία. Στο τέλος μένει σκεπτική να την κοιτάζει, να παρατηρεί προσεκτικά τους χρωματισμούς που κάθε φορά είναι διαφορετικοί ανάλογα ποιό νήμα έπλεξε με ποιό, ποιά πλεξούδα ένωσε με ποιά. Με το βλέμμα προσπαθεί να διεισδύσει στην καρδιά της πλεξούδας, στο κέντρο της που αυτή η ίδια δημιούργησε όταν έπιασε τα νήματα ένα ένα. Όμως ανάλογα τις επιλογές των νημάτων το αποτέλεσμα διαφέρει, στο κέντρο δεσπόζουν κάθε φορά διαφορετικά κομμάτια της πορείας της από την πρώτη της μέρα μέχρι την τωρινή της μέρα. Όμως όταν κοιτάζει την πλεξούδα, ό,τι χρώμα κι αν έχει κάθε φορά, ό,τι οσμή και ό,τι γεύση ξέρει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι αυτή είναι η ζωή της. Ακριβέστερα αυτή είναι η πορεία της ζωής της μέχρι εκείνη την πολύ συγκεκριμένη στιγμή που τελείωσε με τα πλεξίματα και παρατηρεί το έργο της. Ό,τι πονηριά κι αν έχει κάνει όσο κι αν προσπάθησε να "χειριστεί" το πλέξιμο, όση δεξιοτεχνία κι αν έβαλε ώστε το αποτέλεσμα το τελικό να είναι περισσότερο επιθυμητό ξέρει πως πίσω από κάθε χρώμα υπάρχει ένα άλλο που ίσως προσπάθησε να κρύψει, ξέρει ότι στην επόμενη προσπάθειά της θα εμφανιστεί αυτό το άλλο πίσω από το προηγούμενο ορατό. Δεν την ξεγελάς την πλεξούδα. Όλα βρίσκονται πάντα κρυμμένα εκεί.

Αυτή λοιπόν είναι η μέχρι τώρα ζωή της. Και χαίρεται κάθε φορά να διαπιστώνει πως τα νήματα έχουν αρχή αλλά δεν έχουν τέλος. Δηλαδή έχουν αλλά δεν είναι ορατό. Όσο καλά κι αν κοιτάξει τα νήματα, αυτά απλώς ξεθωριάζουν προς στο μέλλον. Και ξέρει πως όταν τα νήματα κοπούν και φανεί η άλλη άκρη τους εκείνη δεν θα μπορέσει να τη δει.

Πάντα πίστευε πως οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν διαλείμματα από τη δυστυχία τους. Όπως πρέπει να κάνουν και διαλείμματα από την ευτυχία τους. Όταν βέβαια αυτή τους κάνει την τιμή να χτυπήσει την πόρτα τους. Η δυστυχία δεν ρωτά. Έρχεται ακάλεστη. Σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται τελοσπάντων οι άνθρωποι καλό είναι να κάνουν "στάση" για να κοιτάξουν τριγύρω,  να κάνουν "παύση" για να πάρουν "μυρωδιά" τί γίνεται παραέξω από τον μικρόκοσμό τους. Κι ανάλογα τον χαρακτήρα του ο καθένας να συμπεριφερθεί.

Υπάρχουν άνθρωποι που όντας ευτυχισμένοι - ή που έτσι νομίζουν τουλάχιστον - δεν βλέπουν πέρα από τη μύτη τους. Κι όταν είναι δυστυχισμένοι πάλι το ίδιο κάνουν. Και στις δύο περιπτώσεις το λάθος είναι ένα: νομίζουν πως ακόμα και πέρα από τη "μύτη" τους οι άλλοι άνθρωποι βιώνουν την ίδια κατάσταση με τους ίδιους. Λάθος μέγα. Κανένας άνθρωπος δεν βιώνει την ίδια κατάσταση με κανέναν άλλον. Ο κάθε άνθρωπος βιώνει ΜΙΑ κατάσταση ΣΥΝ τον χαρακτήρα του, την κοσμοθεωρία του, την ιδεολογία του ΚΑΙ έναν καταλύτη δώρο: την προτεραία αυτού κατάσταση.

Ακόμα και σε ακραίες καταστάσεις, ας πούμε ενός πολέμου - θυμόταν πως της είχε διηγηθεί άπειρες ιστορίες η μητέρα της και η γιαγιά της που βίωσαν πολέμους - οι άνθρωποι προσπαθούν να βρίσκουν τρόπο να απομακρύνουν για λίγο το μυαλό τους από αυτό που βιώνουν. Να απομακρύνουν το μυαλό, όχι το γεγονός. Όχι για να ξεχάσουν ή να μην βλέπουν ή να βλέπουν αλλιώς ή να μην ενδιαφέρονται. Αλλά για να ξεπηδούν για λίγο έξω από το κάδρο. Να το κοιτούν από απόσταση. Να καθαρίζει η ματιά ή να ξεκαθαρίζει το τοπίο. Κάτι σαν "επανεγκατάσταση" που θα λέγαμε και στις μέρες μας. Κι όταν το πράγμα ζορίσει, οι πιο δυνατοί θα μπορούσαν να κάνουν και μία "καθαρή" (εγκατάσταση) που λένε οι πιο προχωρημένοι.

Η ίδια το τηρούσε ευλαβικά. Το προσπαθούσε και το κατάφερνε. Της άρεσαν τα ταξίδια. Και τα βιβλία. Και οι μικροί έξοδοι. Οι μικρές αποδράσεις όπως συνηθίζουν να λένε κάποιοι παρότι οι ίδια σιχαινόταν αυτήν την έκφραση. Δεν ένιωθε φυλακισμένη άρα δεν είχε ανάγκη ν' αποδράσει από κάπου. Δεν ήταν εγκλωβισμένη πουθενά άρα μπορούσε - αν ήθελε - να χρησιμοποιήσει τα φτερά της. Δεν ήταν στριμωγμένη από κάτι άρα είχε χώρο για ν' αφήσει το ταμπεραμέντο της ν' απλωθεί. Και τα παπούτσια της άρεσαν. Είχε σχεδόν 100 ζευγάρια. Αυτά τα τελευταία όμως έγιναν θυσία στο βωμό της απίστευτης οικονομικής κατρακύλας της. Όχι τα παλιά της παπούτσια (που μόνο παλιά δεν ήταν) αλλά η επιθυμία της για καινούργια ήταν αυτό που θυσίασε προκειμένου να: μπορεί να βγει για ένα ποτό, ν' αγοράσει βιβλία, να πάει στη θάλασσα, να ταξιδέψει. Γι' αυτό τα παπούτσια της τα είχε "κοκό κι αυγό", τα πρόσεχε σαν τα μάτια της. Τα καθάριζε, τ' αρωμάτιζε, τα περιποιόταν. Τα είχε δηλαδή ΣΑΝ καινούργια.
Ήξερε πως αυτό το ταξίδι στη Μαδρίτη θα της στοίχιζε τις καλοκαιρινές διακοπές. Το ήξερε και το αποδέχθηκε. Αυτό προτίμησε κι αυτό επέλεξε. Δεν το μετάνιωσε. "Διακοπές" δεν πήγε. Διακοπές με την έννοια που τις εννοεί ο κόσμος. Όχι η ίδια. Είχε άλλη άποψη για το τί είναι οι διακοπές: μια καθαρά εσωτερική υπόθεση. Και καμιά τριανταριά και βάλε θαλασσινά μπάνια. Τα οποία φυσικά και έκανε... Και βάλε... Και μπορεί να μην ΠΗΓΕ, πάντως ΕΚΑΝΕ διακοπές. Κι αφού δεν πήγε άρα δεν επέστρεψε από αυτές κι έτσι είναι σαν να μην τέλειωσαν ποτέ οι διακοπές της. Μόνο με τα ταξίδια ηρεμούσε, μόνο στη θάλασσα σκεφτόταν. Κι όταν έμπαινε πάλι στο κάδρο, στην καθημερινότητά της δηλαδή, είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις της. Ήξερε ακριβώς τί να κάνει. Κι όταν δεν ήξερε προτιμούσε να μην κάνει τίποτα παρά μόνο να πάρει ένα ποτό (ποτάκι που λένε κι οι άλλοι... τί σιχαμένη λέξη) και να επικοινωνήσει με τη γεύση του ή τη μυρωδιά του όπως ακριβώς επικοινωνούσε και με τη θάλασσα. Να χαζέψει την υγρή υφή του και το χρώμα του, να μιλήσει με τα συστατικά του.

Στον πλανήτη γινόταν το σώσε. Στη χώρα γινόταν το σώσε. Όχι από αυτούς που θα 'πρεπε. Από τους άλλους. Που ετοίμαζαν νέα χτυπήματα, νέες επιθέσεις. Που οργάνωναν ένα "καυτό φθινόπωρο". Αυτή το ήξερε. Αλλά μόνη της δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Γιατί το ήξερε πως ήταν μόνη της. Κι όσους άλλους γνώριζε που βίωναν την ίδια κατάσταση αλλά και την κατανοούσαν με τον ίδιο ή παρόμοιο τρόπο κι αυτοί μόνοι τους ήσαν. Πολλοί αλλά σκόρπιοι. Άρα αναποτελεσματικοί.

Έμοιαζαν σε πολλά. Διέφεραν σε περισσότερα. Δεν την πείραζε που οι επιλογές τους δεν ταίριαζαν με τις δικές της. Της έφτανε που όταν ένωναν αυτές τις διαφορετικότητες δημιουργούσαν νέα γλώσσα. Όταν εναρμόνιζαν τις κινήσεις τους σχημάτιζαν στιβαρή χορογραφία. Όταν συντόνιζαν τις ανάσες τους έπαιρναν δύναμη. Όταν έπιναν τα ποτά τους δεν είχε καμία σημασία που εκείνη προτιμούσε μπίρα κι εκείνοι μοχίτο. Το μοχίτο δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτήν. Αυτός που το πίνει σημαίνει. Η ματιά του σημαίνει. Αυτό που συμβολίζει ένα μοχίτο σημαίνει. Αν το μοχίτο δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νόστιμο ποτό δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καθαρά ποτά που προτιμούσε η ίδια. Τα σκέτα που λέμε.

Και ναι. Πολεμούσαν οι άνθρωποι. Σκοτώνονταν οι άνθρωποι. Δεν είχαν δουλειές οι άνθρωποι, χρωστούσαν οι άνθρωποι. Πεινούσαν κι όλας. Υπέφεραν. Κι όσο εξαθλιώνονταν τόσο ανενεργοί γίνονταν. Παθητικοί, αδιάφοροι, ανήμποροι. Και φυσικά μόνοι. Κι εκείνη ήξερε πως αν θυσίαζε τις "μικρές αναλαμπές/διαλείμματα από την άσχημη καθημερινότητά της" για να βρίσκεται μόνιμα μέσα στο κάδρο στο τέλος θα τρελαινόταν. Ήξερε πως αν ένα ποτό μπορούσε να είναι φάρμακο γι' αυτήν, τότε έπρεπε να το πιεί. Και ποτέ της δεν κατάλαβε γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τη ζωή τόσο μονοδιάστατα. Που βλέπουν δύο χρώματα μόνο. Που δεν αναγνωρίζουν στον άλλον το δικαίωμα της ανεπάρκειάς του, να μην θέλει ή να μην μπορεί. Που δεν διακρίνουν τί κρύβει το γέλιο από πίσω. Που δεν είναι ικανοί να ξύσουν την επιδερμίδα του φαίνεσθαι για να δουν τί υπάρχει από κάτω. Που το διαζευκτικό "ή" έχει αντικαταστήσει την σκέψη τους. Που συνοψίζουν την πεμπτουσία της πολυδιάστατης εποχής που διανύουμε στη φράση "ή μοχίτο ή επανάσταση".
Ε λοιπόν όχι. Μπορούν να γίνουν και τα δύο.
Αλλά επειδή η ...επανάσταση αργεί ακόμα (αν γίνει δηλαδή ποτέ)... ποτάκι;



Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Γλώττα πυρί μιχθήτω...

Χωρίς λόγια

Έχω μια γλώσσα* μέσα στο κεφάλι μου (εκτός από αυτήν που έχω στο στόμα* μου). Και στη καρδιά μου την έχω (αυτήν που έχω στο κεφάλι όχι αυτήν που έχω στο στόμα) αλλά αυτό αναγκαστικά. Αφού: με αυτήν μεγάλωσα (νομίζω δηλαδή), έζησα (και ζω ακόμα ελπίζω όχι εις μάτην), ένιωσα αλλά και δεν ένιωσα καθότι και τα αισθήματα μιλούν κι αυτά μια γλώσσα κι αν δεν τη μιλούν, δεν υπάρχουν. Με αυτήν σκέφτηκα και μίλησα ή και αντίστροφα πολλές φορές, με αυτήν θύμωσα, αγάπησα, μίσησα, οργίστηκα, έβρισα, υπολόγισα, θυσίασα, χάρισα, πήρα, σώπασα. Ναι, με αυτή σώπασα (σπανίως αλλά έγινε). Η σιωπή θέλει κι αυτή μια γλώσσα για να εκφραστεί. ΚΑΙ σε αυτήν την περίπτωση, σίγουρα τότε, η γλώσσα ξεδιπλώνει το μεγαλείο της. Ίσως όταν σιωπούμε μιλάμε καλύτερα κι όχι όταν μιλάμε. Γιατί στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές δεν είναι απαραίτητη η γλώσσα, αρκούν μόνο τα δομικά συστατικά της που εν συντομία λέμε λέξεις. Σε σειρά έστω αλλά πάντως λέξεις. Σε διατεταγμένη υπηρεσία έστω αλλά πάντα λέξεις. Τα νοήματα τα έχει η κραυγή. Κι αυτή, ακόμη κι η άναρθρη, αν βέβαια ξέρεις να την αποκωδικοποιήσεις, μια γλώσσα μιλάει. Στην περίπτωσή μου μιλάει τη γλώσσα που έχω στο κεφάλι μου.

Παίρνω έναν χάρτη: Γι' αρχή έναν παγκόσμιο. Τρυπώ το δάχτυλο με μια καρφίτσα. Σάμπως να έπαιρνα δείγμα αίματος για κάποιον λόγο. Προτού πήξει το αίμα "τρέχω" τον χάρτη. Κι όπου βλέπω πόλεμο το ακουμπώ. Ουκρανία. Παλαιστίνη. Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, επειδή έχει συρρικνωθεί τόσο πολύ, επειδή μόνο ως διάσπαρτοι μικρότατοι θύλακες μέσα στο Ισραήλ υπάρχει πια, είναι δύσκολο να "κοκκινίσω" τα σημεία. Στη Λωρίδα της Γάζας ήταν πιο εύκολο. Αυτό λοιπόν το στενό κομμάτι γης που λέτε, για χώρα είναι μικρό αλλά για στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι μεγάλο. Αλλά καθόλου ευρύχωρο ούτε ως χώρα ούτε ως στρατόπεδο. Πρόκειται για μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της γης. Αφού, όσο κι αν ο πληθυσμός βαίνει μειούμενος από τις "ευγενείς" προσπάθειες των Ισραηλινών, σ' αυτό το κομμάτι γης ζουν στοιβαγμένοι πάνω από 1.500.000 ανθρώπινες ψυχές. Σ' ένα κομμάτι γης πάνω κάτω όσο η Λευκάδα ή η Θάσος ή η Άνδρος. Αλλά αν βιαστείτε να μου πείτε πως επάνω στον πλανήτη υπάρχουν κι άλλες περιοχές/πόλεις περισσότερο πυκνοκατοικημένες από τη Γάζα μην ξεχάσετε να συγκρίνετε και τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτές τις άλλες περιοχές. Το τραγικό στην περίπτωση της Γάζας, είναι που όταν λέμε πως πρόκειται για  "θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων", μάλλον κυριολεκτούμε. Αφού κάποιοι άλλοι άνθρωποι (;), αυτοί που υποτίθεται για λογαριασμό τους το κράτος τους βομβαρδίζει αμάχους, παίρνουν το καρεκλάκι τους κι ανεβαίνουν στους λόφους να χαζέψουν το θέαμα. Όπως κάνουν οι κανονικοί άνθρωποι που πάνε να χαζέψουν μετεωρίτες.
Κι αυτή η τόση δα κουκκίδα γης που προσπαθεί να υπάρξει ως χώρα, συναγωνίζεται - για να κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον μας - μια άλλη πολύ μεγαλύτερη χώρα που υπάρχει ήδη αλλά που και αυτή σπαράσσεται από πόλεμο, τη γειτονική μας Ουκρανία. Κι όταν τα αεροπλάνα πέφτουν το ένα μετά το άλλο και τα "σενάρια" οργιάζουν, εμείς οι κοινοί θνητοί παραζαλισμένοι από την ταχύτητα με την οποία μας προσπερνούν τα γεγονότα, έχουμε πια την πολυτέλεια να διαλέξουμε ποια θεωρία συνωμοσίας ταιριάζει καλύτερα στο ταμπεραμέντο μας. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις σκέψεις εκτός από το αεροσκάφος των Μαλαισιανών αερογραμμών που κατερρίφθη έχουν ήδη πέσει δύο άλλα. Ένα στην Ταϊβάν κι ένα στο Μαλί. Ειδικά το δεύτερο τραγικό δυστύχημα ακόμη δεν έχει χαρακτηριστεί ως οφειλόμενο σε μηχανική βλάβη ή ως προϊόν τρομοκρατικής ενέργειας. Γιατί σα να μην έφταναν όσα συμβαίνουν στη γειτονιά μας τώρα πρέπει να μάθουμε - ποτέ δεν είναι αργά - τί γίνεται και στο Μαλί. Βέβαια αυτό είναι πολύ μακριά κι έτσι μπορεί να θεωρηθεί ένα πρόβλημα λιγότερο για μας.
Κι ενώ φρεσκάρουμε τις γνώσεις μας στη γεωγραφία και στην πολιτική κατάσταση διαφόρων χωρών με αφορμή τις αεροπορικές τραγωδίες, το χάος και η ασυνεννοησία καλά κρατούν σχετικά με τους δύο πολέμους εδώ γύρω κυρίως όμως σχετικά με τον πόλεμο που αποσκοπεί σε μια γενοκτονία που συμβαίνει για μια ακόμη φορά στη Λωρίδα της Γάζας.

Κάποιοι τάσσονται με το κράτος του Ισραήλ και υποστηρίζουν την επίθεσή του στη Γάζα θεωρώντας την "αυτοάμυνα" επειδή η Χαμάς είναι ισλαμιστική, δεν κάθεται στ' αυγά της και πετάει κι αυτή ρουκέτες, από την άλλη όμως καταδικάζουν την προσφυγιά στην οποία οδηγούνται τα θύματα αυτού του τελείως άνισου, θα μου επιτρέψετε να πω, πολέμου.
Εν τω μεταξύ άμαχοι, ανάμεσά τους πάρα πολλά παιδιά, σκοτώνονται από το ανελέητο ισραηλινό βομβιστικό σφυροκόπημα.
Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν το μαύρο και φρικτό ISIS επειδή - λέει - τα βάζει με τον σιωνιστικό ιμπεριαλισμό και την σιωνιστική οικονομική κυριαρχία ξεχνώντας να θυμηθούν τί ακριβώς είναι το ISIS, που ναι μεν εναντιώνεται στο Ισραήλ για τελείως δικούς του λόγους, από την άλλη όμως διατάσσει τον ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων των γυναικών στις περιοχές που κάνει κουμάντο.
Οι εγχώριοι και άλλοι φασίστες - που μισούν τους Εβραίους γενικώς - υποστηρίζουν τη Χαμάς αλλά θα σφάξουν τους Παλαιστίνιους που θα τολμήσουν να έρθουν ως πρόσφυγες στη χώρα μας. Όσοι τουλάχιστον από αυτούς δεν πνιγούν στο υγρό νεκροταφείο του πελάγους που βρέχει ολούθε την πατρίδα μας.
Όμως και πολλοί άλλοι που αυτοπροσδιορίζονται αριστεροί (ή άλλο) υποστηρίζουν τη Χαμάς - όχι τον ίδιο τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού - ξεχνώντας και αυτοί να θυμηθούν πως και η ίδια Χαμάς παίζει παιχνίδια εξουσίας και κυριαρχίας.
Εν τω μεταξύ άμαχοι, ανάμεσά τους πάρα πολλά παιδιά, συνεχίζουν να σκοτώνονται από το γειτονικό τους υπερκράτος.
Και φυσικά δεν πρόκειται ούτε για αντίποινα, ούτε για την ασφάλεια των κρατών εν γένει, ούτε για το δικαίωμα ενός κράτους να αμύνεται. Γιατί ποιός θα τολμούσε να τα βάλει με την παντοδυναμία του ώστε να χρειαστεί να "αμυνθεί"; Πρόκειται μόνο για εξουσία κι επεκτατικότητα. Πρόκειται για δύναμη και γη.
Πρόκειται για το "δικαίωμα" του Ισραήλ (από πού προκύπτει άραγε αυτό) να επεκτείνεται καταπατώντας εδάφη και αφανίζοντας τους Παλαιστίνιους. Αρνούμενο εξ αρχής να δεχθεί τις αποφάσεις του ΟΗΕ για δύο ανεξάρτητα κράτη στη συγκεκριμένη χιλιοβασανισμένη και πολύπαθη περιοχή της Δυτικής όχθης του Ιορδάνη.

Οι σκέψεις μου αυτές απέχουν πολύ από το να φιλοδοξούν ν' αποτελέσουν πολιτικό κείμενο ή κοινωνιολογική μελέτη ή επιστημονικό άρθρο. Ενδεχομένως περιλαμβάνουν και λάθη. Η ουσία όμως κι αυτό που εντέλει που με βασανίζει είναι η "γλώσσα" με την οποία σκέφτομαι εγώ και η "γλώσσα" με την οποία σκέφτονται άλλοι. Και στην προσπάθειά μου να βρω τη συνισταμένη των γλωσσών και να κατανοήσω πώς σκέφτονται εκείνοι ώστε να σκέφτομαι πιο σωστά εγώ, χαμένη στη μετάφραση, σκορπίζω λέξεις, με σωστή γραμματική σειρά παραταγμένες αλλά πάντα να παραμένουν λέξεις. Που εναγωνίως αναζητούν συνεκτικό ιστό προκειμένου ν' αποκτήσουν και νόημα.

Η γειτονιά μας φλέγεται, το μουντιάλ τελείωσε κι εγώ δεν νιώθω πολύ καλά τελευταία.
Περιχαράκωσα με μια νοητή γραμμή στον χάρτη την ασφαλή πατρίδα μου. Το αίμα είχε πήξει πια κι έτσι δεν λέρωσα την πλαστικοποιημένη αποτύπωση σε επίπεδη μορφή του πλανήτη στον οποίο βρίσκομαι περαστική και για λίγο. Με την ελπίδα ν' αφήσω κι εγώ το σημάδι μου. Με την προσδοκία πως αυτό το σημάδι, το δικό μου υπαρξιακό αποτύπωμα, θα είναι θετικό.  Εδώ, σε αυτήν την πατρίδα μου, που δεν γίνεται πόλεμος κανονικός, αυτός με τα μπαμπ μπουμ που σκοτώνει τους ανθρώπους αλλά γίνεται πόλεμος-σιγανοπαπαδιά. Οικονομικός πόλεμος, κοινωνική συρρίκνωση και ηθική κατάπτωση. Και σιγά-σιγά... αργά αλλά σταθερά... και χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα καλά τα καταφέρνει το σύστημα με τη μείωση του πληθυσμού. Άνθρωποι αυτοκτονούν κι αυτοί που όχι, δεν γεννούν. Κάποιοι δεν μπορούν και κάποιοι δεν θέλουν αφού δεν μπορούν.

Λένε πως δεν μπορώ να μετρήσω τα μνημόνια. Πράγματι δεν μπορώ. Γιατί τα μνημόνια δεν είναι μόνο αυτά τα μεγάλα για τα οποία γίνεται ντόρος και για τα οποία λένε "ναι σε όλα" στο κοινοβούλιο. Τα μνημόνια είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις που καμουφλαρισμένες και παραχωμένες ανάμεσα και πίσω από ανώδυνες φράσεις, ως διατάξεις, υποτίθεται ότι ρυθμίζουν εντελώς δευτερεύοντα ή και τριτεύοντα ζητήματα. Αυτά λοιπόν τα μνημόνια/παραλλαγή είναι αμέτρητα θαρρώ. Και δεν μπορώ να τα μετρήσω και για έναν άλλον λόγο. Επειδή δεν υπάρχει πια εισόδημα για μένα που να μπορεί να θεωρηθεί ως έσοδο για την επιβίωσή μου. Το μόνο που δημιουργείται δια των εργασιακών μου προσπαθειών είναι φόροι. ΚΑΙ ΜΌΝΟ. Έτσι από ένα σημείο και μετά είτε 10 είναι τα μνημόνια είτε 100 για μένα δεν έχουν καμία επιπλέον βαρύτητα. Γιατί τί επιβάρυνση να δεχθεί το απόλυτο τίποτα;

Και ο κόσμος ψηφίζει τα ίδια και τα ίδια. Δηλαδή ο κόσμος αποφασίζει δια της ψήφου του τα ίδια και τα ίδια. Δεν ξέρω ποιά είναι τα "διαφορετικά". Δεν ξέρω αν υπάρχουν "διαφορετικά" ή αν υπάρχει η παραμικρή δυνατότητα μιας διαφορετικής πορείας.
Και ο κόσμος πληρώνει όλο και περισσότερα. Κι όσο περισσότερα πληρώνει τόσο περισσότερο αδρανοποιείται. Λες και μαζί με κάθε δολοφονικό μέτρο του δίνουν και μια αδιαφορία ως μπόνους σε συσκευασία δώρου.
Ή κάτι του ρίχνουν στον καφέ, σταγόνες ή μόρια ψυχοτρόπας ουσίας που επιφέρει εγκεφαλική, νοητική παράλυση. Ίσως να εξηγείται έτσι πολύ εύκολα η ταχύτατη εξάπλωση των διαφόρων καφεπωλείων τύπου "Μικέλ". Από την αρχή το είχα καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά με δαύτα. Μετά το όγδοο που είδα ν' ανοίγει έψαξα να βρω τον αυλητή αλλά δεν τον βρήκα. Μάλλον σε αυτήν την περίπτωση τα ποντίκια πήγαιναν μόνα τους για ...καφέ. Γι' αυτό σας λέω. Κάτι βάζουν στον καφέ. Εγώ όμως στα Μικελοπωλεία αυτά δεν πηγαίνω κι ο καφές που αγοράζω για το σπίτι είναι συσκευασμένος και συνήθως τον σιάχνω με τα χεράκια μου. Γι' αυτό κι είμαι μονίμως στη τσίτα και στενοχωρημένη κι έξαλλη με όσα συμβαίνουν. Δε λένε πως ο καφές πειράζει στα νεύρα; Ναι, ο καθαρός καφές όχι ο μούφα. (Αλλά πάλι μπορεί να φταίει και το νερό).

Και μετά σκέψεις γεμίζουν το κεφάλι μου. Σκέψεις που αποκτούν υπόσταση και νόημα χάρη σε αυτήν τη γλώσσα που είπαμε αρχικά πως έχω μέσα σε αυτό και που τις περιμένει να τις φιλοξενήσει ή εγκλωβίσει στα ελάχιστα τετραγωνικά εκατοστά του κρανίου όπου φιλοξενείται και ο εγκέφαλός μου.
Γιατί νιώθω πως δεν αγαπούμε αυτή τη χώρα;  Ξεπουλιέται, παραδίδεται, καταστρέφεται κι εμείς τι; Περίπου ό,τι κι οι πολίτες του κράτους του Ισραήλ με τους βομβαρδισμούς στη Γάζα. Το καρεκλάκι μας λοιπόν και στον ψηφιακό μας λόφο. Παρακολουθούμε. Απλά. Ούτε καν με ενδιαφέρον. Λες και δεν μας αφορά. Λες και δεν μας αφορά καθόλου το γεγονός πως δεν έχουμε το δικαίωμα να μη μας αφορά. Πως δεν έχουμε το δικαίωμα να το δεχόμαστε όλο αυτό το αλισιβερίσι. Κι αφού δεν νοιάζει εμάς γιατί να νοιάζει αυτούς;
Και τελικά γιατί γίνονται όλα αυτά; Ή μάλλον γιατί δεν γίνονται αυτά που θα 'πρεπε; Δεν ξέρω πια. Ίσως επειδή δεν αγαπούμε τη χώρα αφού δεν αγαπούμε τον εαυτό μας. Αλλά πάλι δεν ξέρω.
Πόλεμος, αίμα, καταστροφή, μισαλλοδοξία, οικονομική καταστροφή, κατάργηση δικαιωμάτων, κράτους δικαίου. Η υγεία επαφίεται στον εθελοντισμό των περισσοτέρων γιατρών και νοσηλευτών αλλά κάποιες φορές η ζωή η ίδια επαφίεται στο απλωμένο χέρι κάποιων λίγων. Που ωστόσο είναι αρκετοί για να βοηθήσουν και αυτοί στη μείωση του πληθυσμού με άλλα μέσα. Όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει. Όποιος δεν πληρώνει πεθαίνει και αυτός. Παράνοια. Φασισμός. Ισοπέδωση των πάντων.

Κάποιοι θα μου πείτε πως μια χαρά την ξέρω τη γλώσσα αφού σε αυτήν γράφω.
Αλλά εγώ θα σας πω: Λάθος.
Λέξεις παραθέτω, από ένστικτο, μνήμη, εμπειρία και στη σωστή σειρά για να βγαίνει κάποιο νόημα. Το αν αυτές τις λέξεις θα καταφέρετε εσείς που τις διαβάζετε να τις μεταφράσετε στη γλώσσα που έχετε στο δικό σας κεφάλι ή/και στη καρδιά σας δεν το γνωρίζω. Απλώς το εύχομαι.

* Μία από τις λίγες περιπτώσεις όπου η Αγγλική γλώσσα μας βοηθά να κάνουμε τον διαχωρισμό: Tongues and languages.

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Πού πάνε τα όνειρα όταν σκορπάνε;

Ξύπνησε κάθιδρη.
Χριστέ μου δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό. Δεν γίνεται.
Έβαλε τα κλάματα κι ανάμεσα στους πνιχτούς αλλά συμπυκνωμένους λυγμούς της προσπάθησε να φέρει στη μνήμη της το όνειρο. Ήταν ένα όνειρο που ξεκίνησε όμορφα αλλά τελείωσε με απώλεια. Έχασε τον άνθρωπο που πρωταγωνιστούσε στο όνειρό της. Ο τρόπος που τον έχασε όμως ήταν κάπως απροσδιόριστος. Σα να εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από το σκηνικό του ονείρου της, σα να εξατμίστηκε. Όμως ο πόνος που ένιωσε, ο τρόπος που τον φώναξε, ο σπαραγμός της όταν συνειδητοποίησε την απώλειά του θύμιζε θάνατο. Ή χωρισμό. Που μερικές φορές είναι το ίδιο. Το γεγονός ότι στεκόταν στην άκρη ενός γκρεμού κι εκεί προσπαθούσε να τον εντοπίσει ...κάπου την έπειθε πως ...μάλλον ...μπορεί δηλαδή και να είχε πέσει και να είχε σκοτωθεί. Όχι, όχι, όχι αυτό... ας είναι καλά κι ας είναι όπου να 'ναι. Καλά να είναι. Αυτό μόνο, μονολογούσε μέσα στο μισοξύπνιο της.
Έφερνε το όνειρο στο μυαλό της ξανά και ξανά προσπαθώντας να μην σβηστεί από τα αποθηκευτικά κύτταρα της μνήμης της. Όμως το όνειρό της ξέφευγε, γινόταν κουβάρι κι εκείνη έπρεπε να το ξετυλίγει πάλι και πάλι από την αρχή. Και μετά αυτό μαζευόταν ξανά. Ώσπου στο τέλος, τα νήματά του ήταν τόσο σφιχτοδεμένα στους νοητούς κύκλους των ονειρικών πλάνων της ώστε ήταν αδύνατο πια να τα ξετυλίξει. Ήξερε πως στον πυρήνα αυτού του ιδιότυπου μικρόκοσμου από ψήγματα μνήμης, ανησυχίας, άγχους, λύπης και έλλειψης βρισκόταν μια απειροελάχιστη εικονική κουκκίδα χρόνου, που συνήθως τη λέμε όνειρο. Ηρέμησε λίγο και προσπάθησε απ' την αρχή. Θυμήθηκε πώς ξεκίνησε το όνειρο και προσπαθώντας να το ανασυνθέσει, κάθε φορά που ανασχημάτιζε την επόμενη σκηνή, ξεχνούσε την προηγούμενη. Αλλά κι ό,τι τελικά θυμόταν, κατέληξε πως νόμιζε ότι το θυμόταν. Και στο τέλος σχηματίστηκε ένα άλλο όνειρο, διαφορετικό από το αρχικό, κάπως σα να την "βόλευε" περισσότερο. Ήταν σαν να σκηνοθετούσε το όνειρό της πάνω σε παραλλαγή του αρχικού σεναρίου. Όμως η απελπιστικά πικρή γεύση του πραγματικού ονείρου είχε μείνει στα χείλη της και στην καρδιά της. Αλλά τ' αλμυρά της δάκρυα που διέσχιζαν το πρόσωπό της πάνω σε αυτοσχέδια αυλάκια έπαιρναν μαζί τις εικόνες, έπνιγαν τα γεγονότα και τελικά το μόνο που έμεινε να της θυμίζει το όνειρο ήταν μια κραυγή. Το όνομά του. Με κατακλείδα το κτητικό "μου" σαν ιδιότυπο στολίδι στο τέλος του ονόματος. Σαν συνοδευτικό άκαιρο κι ανάρμοστο. Σαν το νερό που προσπαθείς να το κρατήσεις ανάμεσα στα δάχτυλα. Όσα "μου" κι αν έλεγε δεν θα άλλαζαν ούτε το αποτέλεσμα ούτε την ουσία. Εξάλλου με τα κτητικά δεν τα πήγαινε πολύ καλά. Μην "αποκτήσεις" ίνα μην "αποκτηθείς", συνήθισε να λέει, παραφράζοντας το χριστιανικό ρητό. Βεβαίως ούτε με τα χριστιανικά τα πήγαινε καλά. Το όνειρο τελικά εξαφανίστηκε, μετά από μερικές ώρες δεν υπήρχε καν παρά μόνο σαν ανάμνηση "πως είχε δει ένα όνειρο που την πόνεσε και την ανησύχησε πολύ". Αλλά το ίδιο το όνειρο δεν το θυμόταν πια παρά μόνο σαν μια κραυγή... ναι, αυτήν την θυμόταν, γιατί αυτή ήταν μια πραγματική κραυγή. Ήταν αυτή που την ξύπνησε. Η τραγική διαπίστωση "δεν μπορεί να το περνάω μόνη μου όλο αυτό ...απλά δεν γίνεται" θα την συνόδευε για καιρό, μέρα-νύχτα, ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε. Και συνεχώς έλεγε στον εαυτό της, ως βεβαιότητα τώρα πια, "όχι, δεν το περνάω μόνη μου όλο αυτό. ΑΠΟ-ΚΛΕΙ-Ε-ΤΑΙ". Να είναι καλά. Μόνο αυτό.
Πού να πήγε άραγε αυτό το όνειρο που την συντάραξε; Σε πιο απόκρυφο σημείο της ύπαρξής της να είχε φωλιάσει; Έπαψε ν' αναρωτιέται. Καλύτερα να το ξεχάσει.

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τριγύρω.
Ναι, βρισκόταν σε τελείως γνώριμο περιβάλλον, στο δικό της σπίτι, στο δικό της κρεβάτι, υπήρχε ησυχία, τίποτα κακό δεν γινόταν, όλα ήσυχα, καμία ακαταστασία, όλα στη θέση τους όπως πάντα. Στο "άλλο" σπίτι όμως υπήρχε μεγάλη αναστάτωση. Σ' ένα "άλλο" σπίτι που δεν γνώριζε, παρά μόνο "υπέθετε", ούτε της θύμιζε κάποιο άλλο γνώριμό της σπίτι. Ήξερε όμως ποιοί άνθρωποι έμεναν εκεί, σε αυτό το "άλλο" σπίτι που είχε μόλις δει στον ύπνο της. Και το οποίο μόνο να το φανταστεί μπορούσε. Ανάλογα το είδος και το ύφος των ανθρώπων που το κατοικούσαν. Γιατί αυτούς τους ήξερε. Δηλαδή μόνον τον έναν ήξερε, τον άλλον συμπερασματικά κι από τις αφηγήσεις του πρώτου.
Χαμός στο σπίτι αυτό. Φωνές, καβγάδες. Σπασμένα ποτήρια και πιάτα. Αποφάγια στο πάτωμα. Κλάματα. Οργή. Ερωτηματικά. Όλα σε γλώσσα ακατάληπτη. Οι άνθρωποι που καβγάδιζαν, μια γυναίκα κι ένας άντρας, απροσδιόριστη η σχέση τους, χειρονομούσαν και το πρόσωπό τους έπαιρνε εκφράσεις ακραίου θυμού. Τον άντρα τον ήξερε αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε αυτό που έβλεπε. Αδιανόητο.
Ξάφνου ένας απροσδιόριστος ήχος την ανατάραξε. Ξύπνησε. Αρχικά ξύπνησε μέσα στο όνειρο που έβλεπε το άλλο όνειρο. Κι αμέσως μετά ξύπνησε κανονικά.

Άλλη ταραχή αυτή. Αλλά ... από πίτα που δεν τρως μη σε μέλει κι αν καεί λέει ο λαός. Αυτό το όνειρο ήθελε να το ξεχάσει, ένιωθε πως δεν την αφορούσε. Λάθος. Μόνο αυτήν αφορούσε αλλά η ακατάληπτη ονειρική γλώσσα στην οποία γινόταν ο καβγάς δεν της επέτρεπε να το κατανοήσει.
Λίγη ώρα αργότερα δεν θυμόταν τίποτα.
Στο γραφείο της μετά, άνοιξε τον υπολογιστή. Είπε να πει ένα "γειά" στους ψηφιακούς της φίλους. Και τότε... να το, να το. Το σπίτι του ονείρου. Σε μια φωτογραφία αναρτημένη από τον ένοικό του. Τον έναν που γνώριζε... Το όνειρο ζωντάνεψε, κάθε του στοιχείο τοποθετήθηκε στην εικόνα που είχε μπροστά της. Και τότε ήξερε... πως κάτι κακό του είχε συμβεί. Αλλά δεν είχε τρόπο να μάθει. Πάλι λάθος. Γιατί έμαθε. Φρόντισε ο ίδιος γι' αυτό. Φρόντισε να της δώσει μια "ιδέα" πως κάτι είχε πάει πολύ στραβά αλλά τελικά την είχε γλυτώσει. Η πληροφορία για το άσχημο γεγονός που είχε συμβεί της δόθηκε με έμμεσο τρόπο. Αλλά ήταν σαφής. "Άγιο είχαμε" είχε πει στους φίλους του. Κι από κάτω σχόλια από ανθρώπους που γνώριζαν το "κακό" αλλά χωρίς να μιλούν συγκεκριμένα. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Σημασία έχει πως έγινε το κακό αλλά όχι ανεπιστρεπτί. Ας είναι καλά οι άνθρωποι. Δηλαδή είτε είναι είτε δεν είναι δεν έχει σημασία. Τρίτο λάθος: αφού δεν έχει σημασία τότε προς τί οι ονειρικές παραστάσεις που πολλά βράδια "ανεβαίνουν" στο υποσυνείδητό της; Αχ δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό έτσι κι αλλιώς θα συνέβαινε γιατί λίγο αργότερα, η φωτογραφία ξεχάστηκε παίρνοντας μαζί της όλο το κακό περιεχόμενο που της είχε δώσει το όνειρό της.
Ωστόσο αναρωτήθηκε για μια ακόμη φορά. Πού να πήγε αυτό το όνειρο; Στη φωτογραφία μήπως; Αν την ανασύρω θα ανασυρθεί και το όνειρο μαζί;
Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά το απόγευμα που επέστρεφε στο σπίτι της, σταματημένη σε ένα φανάρι, χάζευε τον ουρανό. Είχε πολύ κίνηση και θα χρειάζονταν 3-4 φανάρια μέχρι να περάσει. Ο ουρανός είχε σύννεφα. Αραιά και πολύσχημα σύννεφα. Φαινόταν να έχει αέρηδες εκεί πάνω. Το βλέμμα της καρφώθηκε σ' ένα σύννεφο μεσαίου μεγέθους αλλά μεγάλης πυκνότητας στο κέντρο του, μεγάλης "ευελιξίας" όμως στις άκρες του. Άλλαζε σχήμα πολύ γρήγορα, στρογγύλευε, μάκραινε, ξαναγινόταν ατμός. Και προτού προλάβει ν' αναρωτηθεί "πού πάνε τα σύννεφα όταν διαλύονται", εκείνο έπαιρνε νέα σχήματα, αυτά που αποφάσιζαν να του δώσουν οι συσπειρωμένοι ατμοί του. Ή εκείνα που ήθελε εκείνη να δει. Αγαπημένα πρόσωπα. Αφού δεν μπορώ να τα δω στη γη ας τα δω τουλάχιστον στον ουρανό, σκέφτηκε.
Να λοιπόν... στον ουρανό πηγαίνει ο ατμός που γίνονται τα όνειρά της. Αρκεί να κοιτάζει εκεί ψηλά συχνότερα. Κι αυτό που θέλει να δει θα βρίσκεται εκεί. Αφού η γη δεν μπορεί να της προσφέρει τις συγκινήσεις που εκείνη ξόρκισε κι έδιωξε, θα φρόντιζε ο ουρανός γι' αυτό. Δεν πειράζει. Ας είναι καλά, να πατάει γερά στη γη, να είναι γήινος γι' αυτούς που θέλει κι ας είναι αερικό για κείνη.


Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ελάτε να τα μαγειρέψουμε

Από του μυαλού τη δίνη
Ένιωσα μια σκοτοδίνη
η έλλειψη τροφής μάλλον θα φταίει
                                                    (από τα χαϊκού της εποχής των Παγετώνων)

Μόλις συνειδητοποίησα λοιπόν ότι κάτι που να θυμίζει τροφή έχει πολλές ώρες να τιμήσει με την παρουσία του το πεπτικό μου σύστημα, πείνασα κι άρχισα τις αδιάκριτες ερωτήσεις περί δημιουργικής μαγειρικής:

Τί να μαγειρέψω σήμερα; 
Αναποφάσιστη κι εδώ. Ωστόσο για την ελαχίστως πιθανή πιθανότητα να αποφασίσω έγκαιρα, just in case που λένε, πήγα στο υπερμαρκέτο να ψωνίσω υλικά για πάσα νόσο και μαλακία και φυσικά κάτι για την λιγούρα. Ξεκίνησα από το τελευταίο. Όχι το τραμ. Το σνακ. Για την λιγούρα που λέγαμε. Και τί άλλο θα διάλεγε ένας άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του εκτός από σοκολάτες; Βέβαια εμένα μου αρέσει κι ο χαλβάς, κάθε είδους, αλλά επειδή τρώγοντάς τον κάνω περίεργους συνειρμούς τον αποφεύγω. Ευτυχώς για μένα, για τον Στουρνάρα, τον Σόιμπλε, την Μέρκελ και το Γιουρογκρούπ εν γένει, είμαι μικρόσωμη, λεπτή και με μεγάλη ανοχή αλλά και αντοχή βεβαίως στις θερμίδες. Δεν με τρομάζουν. Αντιθέτως τρομάζω εγώ αυτές, την κοπανάνε έντρομες, αναγκάζομαι να τη βολεύω με ό,τι προλαβαίνω ν' αρπάξω από δαύτες κι έτσι διατηρώ και τη σιλουέτα μου.
Και όπως κάθε άλλος άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τη μία από τις σοκολάτες την καταβρόχθισα μέσα στο υπερμαρκέτο, κρατώντας ως τρόπαιο τη συσκευασία της, ώστε οι κάμερες να μην έχουν καμία αμφιβολία ότι την τρώω φανερά (τη σοκολάτα) και δεν έχω σκοπό να ρίξω έξω την επιχείρηση μην πληρώνοντας το αντίτιμό της. Όταν το περιεχόμενο της συσκευασίας ανήκει πια στο παρελθόν την τοποθετώ ευλαβικά στο καρότσι ταυτοχρόνως μ' ένα ιδεατό φλασάτο μπάνερ στον εγκέφαλό μου "μην ξεχάσω να πληρώσω τη σοκολάτα". Απλά, συνηθισμένα, καθημερινά πράγματα δηλαδή, συμπεριφορές κάθε ανθρώπου που σέβεται τον εαυτό του. Αλλά αυτό το 'παμε. Αααα μην ξεχάσω να σας πω ότι το ίδιο κάνω και με τις μπανάνες. Πρώτα τις ζυγίζω, μετά παίρνω μία και την τρώω. Στην περίπτωση όμως της μπανάνας την τρώω πιο διακριτικά - εφόσον έχει ήδη ζυγιστεί άρα θα πληρωθεί μαζί με τις εναπομείνασες άρα δεν έχω λόγο να την επιδεικνύω τύπου "δεν την κλέβω" - επειδή μπορεί να νομίσει κανένας χριστιανός πως "γυρίζω" τίποτε προεκλογικά σποτάκια είτε ενημερωτικού, είτε εκπαιδευτικού περιεχομένου... με τίτλο "όταν την τρώω (την μπανάνα) δημόσια".
Αλλά πάμ' παρακάτω...
Μετά την "να-ζήσουμε-να-τη-θυμόμαστε σοκολατίτσα μου" άρχισα να γεμίζω το καρότσι μου με πιο σοβαρά αγαθά εξακολουθώντας όμως ν' αναρωτιέμαι τί να ψωνίσω αλλά στο πιό επίκαιρο:
Τί να ψηφίσω;
Θα ψηφίσω Ελιά. Βόεια. Κάνει ωραιότατο ραγού.
Αλλά αν δεν έχω τελικά χρόνο; Ας έχω καλού κακού και υλικά για κάτι πιο εύκολο.

Πάμε παρακάτω...
Θα ψηφίσω προβατάκι Νέας Δημοκρατίας. Κάνει ωραιότατο φρικασέ. Με βλήτα.
Τα βλήτα όμως θέλουν πλύσιμο καλό. Απ' την άλλη όμως το βλήτο κι αν το πλένεις τον χρόνο σου χαλάς. Άρα ούτε κι αυτό είναι τόσο εύκολο. Ας είναι όμως...

Συνεχίζουμε...
Θα ψηφίσω Δημάρ Δημάρ. Κάνει ωραιότατο ζελέ. Χωρίς ζάχαρη. Πικρό. Της παρηγοριάς που λέμε. Αυτό είναι πιο εύκολο, θα το φτιάξω. Να υπάρχει. Γιατί δεν ξέρω και ποιός θα μου χτυπήσει το κουδούνι το βράδυ των εκλογών. Να μην έχω κάτι γλυκό, έστω και άγλυκο να τον φιλέψω, να του σμπρώξω τα φαρμάκια;

Ρε μήπως; Μήπως;
Mήπως να ψηφίσω Κουκουέ; Κάνει ωραιότατο τσιμέντο. Σφιχτοδεμένο. Μπετόν αρμέ. Αλλά το τσιμέντο δεν τρώγεται. Δεν έχω και πού να το βάλω κιόλας. Λίγο στόκο χρειάστηκα προ ημερών αλλά αγόρασα από "άλλου είδους" παντοπωλείο. Όχι για να τον φάμε βέβαια.

Προχωρούσα προβληματισμένη στους διαδρόμους του υπερμαρκέτου. Πράγματα έβαζα στο καρότσι, πράγματα έβγαζα απ' το καρότσι. Ωστόσο ένοιωθα πως ήμουν κοντά. Στο να αποφασίσω.

Γιατί καθώς περνούσα ...Σύριζα από τον διάδρομο με τα προϊόντα χαμηλών λιπαρών, κει που πήγαινα να στρίψω για τον διάδρομο με τα γιαούρτια (αχρείαστα να 'ναι) να 'σου ένα πελώριο εμπόδιο. Δηλαδή δύο εμπόδια. Ένα χοντρό κι ένα πιο λεπτό. Δύο, σε συσκευασία ενός. Κολλητά. Σαν σιαμαία. Που μου έφραζαν τον δρόμο και με κοιτούσαν κι απειλητικά από πάνω.
- Πού πας; μου λένε με μια φωνή.
- Να ψωνίσω, τους λέω επίσης με μια φωνή. Τη δική μου.
- Πρόσεξε τί θα ψωνίσεις, μου ξαναλένε.
- Και τί σας νοιάζει εσάς τί θα ψωνίσω εγώ; τους ξαναλέω. Γνωριζόμαστε κι από ...πολίτες;
- Κοίτα να ψωνίσεις σωστά.
- Σωστά για σας ή σωστά για μένα;
- Ψώνισε εσύ τώρα "σωστά" και θα βρούμε μετά το για ποιόν είναι "σωστά".
- Ώπα... αυτά μας τα 'παν άλλοι... Δεν τσιμπάω λέμε. Τους χάνους που τσιμπάνε ψάξτε τους σε κανά Ποτάμι. 
- Αν δεν ψωνίσεις "σωστά" θα πέσει η κυβέρνηση και θα καταστραφεί η χώρα γιατί θα μας βγάλουν από το ευρώ και μετά θα μας βγάλουν κι από την ευρωζώνη και μετά οι κουμμουνιστές θα σας πάρουν τα σπίτια. Και μετά θα καταστραφεί η Ευρώπη ολάκερη και μετά κι ο πλανήτης και μετά και το ηλιακό σύστημα και μετά και ο γαλαξίας και μετά σύμπαν το σύμπαν.
- Δεν ψήνομαι. Αλλά κυρίως δεν ανησυχώ. Αφού έτσι κι αλλιώς χους ειμί και εις χουν απελεύσω (καποια στιγμή...), αφού έτσι κι αλλιώς η αποσύνθεση εις τα εξ ων συνετέθην είναι παραπάνω από βεβαία. Ή στο πιο ρομαντικό: αστερόσκονη είμαι κι αστερόσκονη θα ξαναγίνω.

Τελικά, ασχέτως τί ψήφισα ή τί δεν ψήφισα εγώ, θα πρέπει να κοιμήθηκα πολύ κι έτσι δεν πήρα χαμπάρι πως τελικά έπεσε η κυβέρνηση κι ότι λίγο πριν καταστραφεί η χώρα, ο Σόιμπλε άρχισε τις απειλές πως θα μας βγάλει από το ευρώ και την Ευρώπη γενικότερα οπότε μάλλον είναι προ των πυλών οι καταστροφές που μου "υπόσχονταν" οι κύριοι πρωθυπουργοί μας.
Κι αφού τελικά ξύπνησα, έστω και με καθυστέρηση, κι αφού τελικά θα συμβούν όλα τα παραπάνω γιατί να πάω για ψώνια; Θα βγω τσάρκα στους δρόμους της χώρας μου και θα μαζέψω κουτόχορτα. Που είναι και άφθονα και τσάμπα (μάγκες).



* μερικά κόμματα/μορφώματα/συμμορίες σκοπίμως παρελήφθησαν από το παραπάνω ημερολογιακό μου κείμενο αφού θεωρώ πως αυτά είναι πάρα μα πάρα πολύ σοβαρά "θέματα" για ν' αστειευτεί κανείς, πόσω μάλλον να το ρίξει στην πλάκα.


Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

"Παιδίον" μάχης

Όχι πως δεν μ' αγαπούσανε οι δικοί μου. Όχι πως δεν με είχανε κοκό κι αυγό όταν ήμουνα μικρούλα. Όχι πως δεν φρόντιζαν να μη μου λείψει τίποτα. Όχι... όχι, φωτιά να πέσει να με κάψει. Μεγαλώνοντας όμως σιγά σιγά άρχισε να μου δημιουργείται η εντύπωση πως όλα αυτά τα έκαναν επειδή φρόντιζαν περισσότερο τον εαυτό τους. Και να περνάνε καλά. Μαζί μου. Αλλιώς δεν εξηγείται που σφάζονταν "στην ποδιά μου" για το ποιός θα αλιεύσει πρώτος κάθε μαργαριτάρι που έβγαινε από το παιδικό μου στόμα ή ποιός θ' απαθανατίσει στιγμιότυπα από τις γραφικές συμπεριφορές μου ή ποιός θα καταγράψει τα τερατώδη μυθεύματα, προϊόντα της τερατώδους φαντασίας μου. Σκοτωμός γινόταν πάνω στην παιδική πλην αφελή ψυχή που φιλοξενούνταν στο μικροσκοπικό σαρκίο μου.

Έχω μια αδελφή. Να την έχω και να την χαίρομαι θα μου πείτε. Κι αυτή εμένα, θα μου πείτε ξανά. Γεννήθηκα 9 και μισό χρόνια μετά από εκείνη. Κι όταν έγινε περί τα 16, αντί να παίζει με άλλα πράγματα έπαιζε μαζί μου. Και δεν ήταν η μόνη. Ήμουνα το παιχνίδι όλης της οικογένειας. Στερνοπούλι βλέπετε. Έτσι μ' έλεγαν. Τότε δεν ήξερα τί θα πει αυτό, καταλάβαινα όμως ότι δεν πρόκειται για κάτι ...καλό. Γιατί ναι μεν ένοιωθα την απέραντη αγάπη που μου είχαν, δεν έπαυαν όμως να είναι άκρως εκνευριστικό ν' ασχολούνται συνεχώς με τα "καμώματά" μου που και πάλι καλά καλά δεν είχα συναίσθηση ότι επρόκειτο περί "καμωμάτων". Τα θυμάμαι ακόμη όλα όσα μου έκαναν. Δεν τα ξεχνούσα καθώς μεγάλωνα και πολλές φορές έλεγα "η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο" ή "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά" (παροιμίες που τις είχα φρεσκομάθει και μου άρεσε πολύ να τις αμολάω από καιρού εις καιρόν). Περίμενα δηλαδή υπομονετικά την ευκαιρία να πάρω το αίμα μου πίσω. Από την άλλη μεριά όμως με έπιαναν τα γέλια καθώς τα θυμόμουν (και καθώς τα θυμάμαι κι ακόμη δηλαδή) κι ήταν σα να είχαν συμβεί σε άλλο παιδάκι όλα αυτά κι εγώ απλώς διασκέδαζα με τα παθήματά του. Άρα δεν είχα δικαίωμα να θυμώνω. Τώρα πια βέβαια έχουν περάσει χρόνια, ο μπαμπάς δεν ζει, το ίδιο και η μαμά. Η αδελφή όμως ζει και βασιλεύει και στο τσακ είμαι, κάθε φορά που με ρωτάει κάτι, να της δώσω την πιο κουφή απάντηση που μου 'ρχεται στο νου. Αλλά δεν το κάνω. Γιατί πάνω απ' όλα ολάκερη η οικογένειά μου άλλο στόχο δεν είχε παρά να με κάνει έναν ανώτερο κι αξιοπρεπή άνθρωπο.

Όταν η αδελφή έφτασε σε ηλικία βόλτας με την μικρή της αδελφή, πολλές φορές χρησιμοποιούσαμε το λεωφορείο για να πάμε κάπου. Τότε οι άνθρωποι μιλούσαν - αλλά κυρίως έγραφαν - μια γλώσσα λίγο διαφορετική από αυτή που μιλάμε σήμερα και που τη λέγαν "καθαρεύουσα". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί την έλεγαν έτσι ούτε κι ενδιαφέρθηκα ιδιαιτέρως να μάθω αργότερα.
Εγώ παιδάκι περίεργο και φιλόμαθες είχα απορίες. Όπως κάθε παιδάκι που σέβεται τον εαυτό του είχα μια έμφυτη τάση στις αδιάκριτες ερωτήσεις. Γιατί τούτο και γιατί το άλλο. Τι θα πει εκείνο και τί σημαίνει το παράλλο. Άλλες φορές έπαιρνα απάντηση, άλλες όχι. Άλλες φορές έπαιρνα κανονική απάντηση άλλες πάλι όχι. Πολλές φορές όμως την απάντηση την έδινα μόνη μου και φυσικά η απάντηση αυτή ήταν "ό,τι να 'ναι". Όπως κάθε απάντηση που θα έγινε κάθε παιδάκι αφεαυτού του δηλαδή.
Σε ένα λοιπόν από αυτά τα λεωφορεία "της βόλτας με την μικρή αδελφή" ήταν η πρώτη μου φορά. Πριν βιαστείτε να τρομάξετε και να βγάλετε άδικα συμπεράσματα για την οικογένειά μου, να σας πω ότι αυτή η πρώτη φορά αφορούσε τη συνήθεια, που με ακολούθησε έκτοτε για αρκετά χρόνια, να διαβάζω δυνατά οτιδήποτε διαβαζότανε. Βλέπετε είχα μόλις μάθει να διαβάζω.
"ΚΡΑΤΕΙΣΘΕ ΑΠΟ ΤΑΣ ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ" έλεγε μια ταμπελίτσα που κρεμόταν από την οροφή του λεωφορείου. Και φυσικά εγώ, δυνατά, ΔΥΝΑΤΑ επαναλαμβάνω, διάβασα αυτό που έγραφε η ταμπέλα λες κι αν το διάβαζα ΔΥΝΑΤΑ θα καταλάβαινα τί σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Από αυτή τη φράση το μόνο που καταλάβαινα ήταν η λέξη "ΑΠΟ". Ούτε το "ΚΡΑΤΕΙΣΘΕ", ούτε το "ΤΑΣ", ούτε βεβαίως το "ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ". Δεν υπήρχε περίπτωση αυτό το "ΤΑΣ" να το μπερδέψω με το λακωνικό "Ή ΤΆΝ Ή ΕΠΊ ΤΆΣ" για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είχαμε φθάσει ακόμη σε αυτό το ...μάθημα.

ΟΜΩΣ...
Επειδή η φρασούλα ήταν γραμμένη στα κεφαλαία δεν μπορούσα να ξέρω πού τονίζονται οι λέξεις κι έτσι αυτοσχεδίασα. Συμπτωματικά το "ΚΡΑΤΕΊΣΘΑΙ" το τόνισα σωστά, το ίδιο και το "ΑΠΌ". Το "ΤΑΣ" ως μονοσύλλαβο δεν μου άφηνε περιθώρια επιλογής τονισμού. Αλλά το "ΧΕΙΡΟΛΑΒΑΣ"; Ποια δύναμη μ' έσπρωξε να τονίσω αυτή τη λέξη στο "ΛΆ"; Ίσως γιατί θεώρησα πως πήγαινε πολύ να τονίζονται τρεις συνεχόμενες λέξεις στην τελευταία συλλαβή. Ίσως επειδή μου θύμιζε η λέξη τον χαλβά και θέλησα να καταστήσω σαφές πως δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω... δεν θυμάμαι καθόλου. Κι έτσι, loud and clear που λέμε σήμερα στην καθομιλουμένη, το διάβασα "Κρατείσθαι από τας χειροΛΆβας".
Η αδελφή μου έβαλε τα γέλια, το ίδιο και κάποιοι επιβάτες αλλά κανείς - ΚΑΝΕΙΣ γαμώ το έστω και μη πρωθυπουργικό κεφάλι μου - δεν με διόρθωσε. Βεβαίως ρώτησα τί σημαίνει και η απάντηση που πήρα ήταν πως "πρέπει να κρατιόμαστε από τούτο δω". Το "τούτο δω" μου το έδειξε η αδελφή κουνώντας το, αφού από εκείνο το "τούτο δω" κρατιότανε με το ένα της χέρι. Με το άλλο της κρατούσε το δικό μου ένα χέρι γιατί με το άλλο μου κρατιόμουνα στην πλάτη ενός καθίσματος. Μου άρεσε αυτή η φράση κι έτσι την αποστήθισα. Κι όταν επιστρέψαμε σπίτι την έλεγα ξανά και ξανά. Κι έτσι μια νέα λέξη προστέθηκε στο λεξιλόγιο της οικογένειάς μου "οι χειροΛΆβες". Γιατί έτσι τις έλεγε από τότε και μετά η οικογένειά μου κι εγώ κόντεψα να τελειώσω το σχολείο για να μάθω ότι λέγονταν "χειρολαβές" κι όχι "χειρολάβες"... συνοδευόμενες πάντοτε από χαριτωμένα χαμόγελα γεμάτα υπονοούμενα για το τρισχαριτωμένο του πράγματος.

Αυτό θα μπορούσα να τους το συγχωρήσω, αν ήταν το μόνο.
Πάλι σε λεωφορείο, υπεραστικό αυτή τη φορά, με τη μαμά αυτή τη φορά πηγαίναμε στην Πάτρα. Στη μισητή μου τότε Πάτρα που παρότι είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, ο τόπος καταγωγής μου δηλαδή, εγώ την είχα ταυτίσει με τις τρικλοποδιές που μου έβαζε ο ξάδελφός μου και με τις σοκολάτες που έτρωγα κατά δεκάδες στο κεφάλι κατά τη διάρκεια του καρνάβαλου. Μέσα στο υπεραστικό λεωφορείο λοιπόν, πηγαίνοντας στην Πάτρα, ήταν η δεύτερή μου φορά. Περνούσαμε διάφορα μέρη, η μαμά μου έλεγε εδώ είναι η Κόρινθος, εδώ το Ξυλόκαστρο (πολύ μου άρεσε η λέξη "Ξυλόκαστρο"), εδώ το Κιάτο (που παρολαυτά με βόλευε να το λέω ΚΊατο,) κ.λπ. κ.λπ. Εννοείται πως ρωτούσα γιατί την Κόρινθο την λένε έτσι, γιατί το Ξυλόκαστρο και γιατί το Κιάτο. Μάλιστα την Κόρινθο δυσκολευόμουνα να την πω σωστά και την έλεγα Κόρνιθο. Η μαμά γελούσε - και ο μπαμπάς όταν αργότερα του το διηγιότανε - ωστόσο ευτυχώς ήξερα πώς ήταν η σωστή ονομασία γιατί της είχε ξεφύγει της μαμάς όταν μου έδειχνε τ' αξιοθέατα. Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο - ω ναι - κάποτε το Κιάτο ήταν αξιοθέατο. Αλλά μπορεί και να το νομίζω αυτό. Δεν είμαι και σίγουρη. Αν όμως είχα προλάβει εγώ να διαβάσω ΔΥΝΑΤΑ την ταμπέλα ως ΚΟΡΝΙΘΟ νομίζω πως η μαμά ποτέ δεν θα με διόρθωνε και θα μάθαινα την σωστή ονομασία πολύ αργότερα.

Ωστόσο υπήρχε ένα ...μέρος που το συναντούσαμε πολύ συχνά στη διαδρομή με το ίδιο ακριβώς όνομα. Το μέρος αυτό λεγόταν "ΣΥΧΝΑΙ". Εννοείται πώς ρώτησα: Γιατί μαμά οι "ΣΎΧΝΑΙ" είναι πολλές; Από ένστικτο και μόνο κατάλαβα πως πρόκειται για όνομα γένους θηλυκού στον πληθυντικό αριθμό. Κι εννοείται πως το τόνισα και αυτό "κατά το δοκούν": "ΣΎΧΝΑΙ". Παραλίγο να φτάσω στο πανεπιστήμιο για να μάθω ότι επρόκειτο για τη λέξη "ΣΥΧΝΑΊ" η οποία ενώ σωστά είχα καταλάβει το γένος της και τον αριθμό της όμως τονιζόταν στη λήγουσα κι όχι αλλού. Εκείνο δε που υπονοούνταν αλλά δεν κατονομαζόταν σε αυτήν την επιγραφή ευθέως ήταν οι λέξεις "ΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΠΕΖΩΝ": Δηλαδή "Συχναί διαβάσεις πεζών". Αλλά για κάποιον λόγο που μέχρι και σήμερα αγνοώ αυτές οι δύο λέξεις έπρεπε να παραμένουν επτασφράγιστο μυστικό χωμένες και προφυλαγμένες μέσα σε μία και μόνη λέξη: τη λέξη "ΣΥΧΝΑΙ". Κι όταν βεβαίως η μαμά διευκρίνισε πως η λέξη αυτή δεν ήταν κάποια ονομασία τοποθεσίας έκρινε σκόπιμο να μου εξηγήσει πως σημαίνει "διαβάσεις" άρα ο οδηγός πρέπει να οδηγεί πιο προσεκτικά. Δεν θεώρησε όμως απαραίτητο ναμου εξηγήσει και όσα υπονοούνταν. Και παραλίγο να τελειώσω και το πανεπιστήμιο για να μάθω ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ.

Ακόμα και αυτό θα μπορούσα να το συγχωρήσω αν δεν υπήρχε και τρίτο κρούσμα. Και θανατηφόρο. Ως προς την παιδική μου ψυχή εννοώ.
Ενώ για τις hot απορίες ρωτούσα τον μπαμπά ή την αδελφή, για κάποιον λόγο, που οι επιστήμονες ακόμη τον ψάχνουν, ρώτησα τη μαμά τί θα πει "λεωφορείο". Δηλαδή για ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ το έλεγαν έτσι. Εννοούσα πως ήθελα να μάθω την ετυμολογία της λέξης αλλά τότε δεν γνώριζα την "ετυμολογία" ούτε ως λέξη, ούτε ως έννοια. Βλέπετε είχα και τέτοιου είδους απορίες. Δεν ξέρω αν αυτό σας λέει τίποτα για τον παλιοχαρακτήρα μου εμένα πάντως μου λέει πολλά.
- Γιατί το λεωφορείο λέγεται λεωφορείο μαμά;
Κι αντί η μαμά να πει "ρώτα τον μπαμπά" ή "θα σου πω άλλη φορά", προκειμένου να μην εκτεθεί στα μάτια μου ότι δεν ξέρει, απάντησε:
- Λεωφορείο λέγεται γιατί πηγαίνει πάνω στη λεωφόρο!!! 
Σιγά το δύσκολο, αυτό το καταλάβαινα και μόνη μου. Βλέπετε είδα δει και είχα ακούσει να λένε για τη λεωφόρο Αμαλίας, τη λεωφόρο Βασ. Σοφίας, τη λεωφόρο ΣΠΑΤΏΝ και άλλες τέτοιες. Δεν ξέρω αν προσέξατε: ΣΠΑΤΏΝ και όχι ΣΠΆΤΩΝ. Βέβαια, αυτό, ακόμη και σήμερα, πολλοί άνθρωποι το λένε έτσι. Κι όχι μόνο αυτό αλλά και προχθές άκουσα να λένε σ' ένα ρεπορτάζ σε κάποιο κανάλι "οι εξερευνητές των Λευκών Όρεων της Κρήτης". Τουλάχιστον εγώ τότε ήμουνα 6 χρονών παιδάκι ενώ αυτοί που λένε αυτές τις μπαρούφες είναι πολύ πολύ πολύ μεγαλύτεροι... ένα Πανεπιστήμιο, ένα ΤΕΙ, ένα Λύκειο, ένα Γυμνάσιο ένα Δημοτικό βρε αδελφέ το 'χουν τελειώσει.

Στο θέμα μας...
- Ναι μαμά μου, αλλά γιατί τη λεωφόρο τη λένε λεωφόρο;
Η απάντηση;
- Γιατί τα παλιά τα χρόνια σε αυτούς τους δρόμους, επειδή ήταν φαρδιοί, έτρεχαν λέοντες, λιοντάρια δηλαδή, κι έτσι τους έμεινε, οπότε το αυτοκίνητο που κινείται στο δρόμο που παλιά έτρεχαν λέοντες, λιοντάρια δηλαδή, λέγεται λεωφορείο!!!!!
- Πόσο παλιά χρόνια δηλαδή;
- Ξέρω γω; Καμιά δεκαριά χιλιάδες χρόνια;

Εγώ βεβαίως, απτόητη συνέχισα τις ερωτήσεις επειδή ήθελα να μάθω τη διαδρομή της ονοματοδοσίας της λεωφόρου σε ...λεωφόρο στα βάθη του χρόνου.
- Και πολύ πιο παλιά μαμά; Πριν από έναν αιώνα ας πούμε... πώς λεγόταν;

Και ξαφνικά η μαμά συνειδητοποίησε τρία πράγματα:
1ον: ότι έπρεπε και η ίδια να μάθει τα περί "λαοφόρου-λεωφόρου,
2ον: ότι το παιδί της έπρεπε κατεπειγόντως να μάθει τις υποδιαιρέσεις του χρόνου και
3ον: πως πρέπει να σταματήσουν πια αυτοί οι εξυπνακισμοί σε βάρος μου.

Νομίζω πως αν δεν είχα κάνει εκείνη την κρίσιμη ερώτηση θεωρώντας τον αιώνα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τα δέκα χιλιάδες χρόνια, ίσως μέχρι σήμερα να πίστευα τη θεωρία της μαμάς για τους λέοντες, δηλαδή λιοντάρια, στους δρόμους της Αθήνας.
Όσο για "τας χειρολάβας" και τις "Σύχνες"; Αυτά τα έμαθα μόνη μου στην πορεία.
Κι όσο καλή ήμουνα στο να μαθαίνω μόνη μου διάφορα πράγματα στην πορεία, άλλο τόσο έμαθε η οικογένειά μου πως ήμουνα καλή στο να μαθαίνω "μπινελίκια" και να τα λέω όταν, όποτε και όπου χρειάζεται. Απέξω κι ανακατωτά.
Αυτά.